διδακτήριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=didaktirios | |Transliteration C=didaktirios | ||
|Beta Code=didakth/rios | |Beta Code=didakth/rios | ||
|Definition= | |Definition=διδακτήριον, = [[διδακτικός]] ([[apt at teaching]]); τὸ [[διδακτικόν]] [[proof]], Hp. ''Acut.'' 39. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
διδακτήριον, = διδακτικός (apt at teaching); τὸ διδακτικόν proof, Hp. Acut. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.
Greek Monolingual
-ια, -ο (Α -ος, -ον) διδάσκω
διδακτικός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
σχολικό κτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο
απόδειξη («ἀλλ' αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ).