μέχρι: Difference between revisions

21 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πριν]] από [[φωνήεν]] μέχρις (ΑΜ [[μέχρι]] και μέχρις)<br />(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)<br /><b>1.</b> έως, [[ίσαμε]] (α. «θα πάω [[μέχρι]] το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει [[μέχρι]] τις [[επτά]]» γ. «[[μέχρι]] τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ὥστ' ἐλευθέρους [[εἶναι]] [[μέχρι]] οὗ [[πάλιν]] αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αρίθμηση]] ή για [[μέτρηση]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «θα περπατήσουμε [[μέχρι]] δύο ώρες» β. «τοὺς [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] έτη γεγονότας», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) [[ωσότου]], ώσπου, ώς ένα ορισμένο [[σημείο]] (α. «[[μέχρι]] [[σήμερα]] δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' [[εὐανδρία]] κέχρηται [[μέχρι]] καὶ νῡν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέχρι]] και...» — [[ακόμη]] και, έως και<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως πρόθ.) εφόσον («[[μέχρι]] του δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το [[δίκαιο]], εφόσον το επιτρέπει το [[δίκαιο]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) [[ωσότου]] («[[μέχρι]] [[σκότος]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br />β) στο [[μεταξύ]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], ενώ<br /><b>3.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b> και στους [[Ίωνες]]) το [[μέχρι]] οὗ</i> [[αντί]] του απλού [[μέχρι]] («[[μέχρι]] οὗ [[ὀκτώ]] πύργων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέχρι]] απαντά ως [[επίρρημα]], «καταχρηστική» [[πρόθεση]] (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη [[σύνθεση]]) και ως [[σύνδεσμος]] με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. <i>μέχρις</i>, το -<i>ς</i> του οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως [[επίρρημα]] χρησιμοποιείται στον [[αττικό]] πεζό λόγο με προθέσεις όπως <i>εἰς</i>, [[πρός]], ενώ ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με γενική (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i>). Ως [[σύνδεσμος]] απαντά [[συχνά]] [[μαζί]] με το <i>οὗ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέχρι]] οὗ</i> «[[μέχρι]] το [[σημείο]] που»). Ο τ. [[μέχρι]] ανάγεται πιθ. στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «στο [[μέσον]]», που χρησιμοποιείται ως [[βάση]] επιρρημάτων-προθέσεων (<b>βλ.</b> [[μέσφα]], [[μετά]], [[ἄχρι]]) δηλ. [[μέχρι]](<i>ς</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>me</i>-<i>ğhri</i>-<i>s</i> και συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>merj</i> «[[κοντά]]» και το ρ. <i>merjenam</i> «[[πλησιάζω]]». Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μέχρι]] [[είναι]] σύνθ. από τη [[ρίζα]] <i>me</i>- και τη λ. [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>me</i>-<i>ĝhsr</i>-<i>i</i>, <b>[[πρβλ]].</b> αρμ. <i>jern</i>)].
|mltxt=και [[πριν]] από [[φωνήεν]] μέχρις (ΑΜ [[μέχρι]] και μέχρις)<br />(χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.)<br /><b>1.</b> έως, [[ίσαμε]] (α. «θα πάω [[μέχρι]] το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει [[μέχρι]] τις [[επτά]]» γ. «[[μέχρι]] τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b><br />δ. «ὥστ' ἐλευθέρους [[εἶναι]] [[μέχρι]] οὗ [[πάλιν]] αὐτοὶ αὐτοὺς κατεδουλώσαντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αρίθμηση]] ή για [[μέτρηση]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]], [[πάνω]]-[[κάτω]] (α. «θα περπατήσουμε [[μέχρι]] δύο ώρες» β. «τοὺς [[μέχρι]] [[τριάκοντα]] έτη γεγονότας», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. χρον. ή τοπ.) [[ωσότου]], ώσπου, ώς ένα ορισμένο [[σημείο]] (α. «[[μέχρι]] [[σήμερα]] δεν φάνηκε» β. «θα διαβάσω μέχρις εδώ» γ. «τοσαύτῃ δ' [[εὐανδρία]] κέχρηται [[μέχρι]] καὶ νῡν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μέχρι]] και...» — [[ακόμη]] και, έως και<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως πρόθ.) εφόσον («[[μέχρι]] του δικαίου» — εφόσον συμφωνεί με το [[δίκαιο]], εφόσον το επιτρέπει το [[δίκαιο]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως χρον. σύνδ με οριστ.) α) [[ωσότου]] («[[μέχρι]] [[σκότος]] ἐγένετο», <b>Ξεν.</b>)<br />β) στο [[μεταξύ]] [[χρονικό]] [[διάστημα]], ενώ<br /><b>3.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b> και στους [[Ίωνες]]) το [[μέχρι]] οὗ</i> [[αντί]] του απλού [[μέχρι]] («[[μέχρι]] οὗ [[ὀκτώ]] πύργων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μέχρι]] απαντά ως [[επίρρημα]], «καταχρηστική» [[πρόθεση]] (δηλ. δεν χρησιμοποιείται στη [[σύνθεση]]) και ως [[σύνδεσμος]] με τοπική και χρονική σημ. Απαντά και ο τ. <i>μέχρις</i>, το -<i>ς</i> του οποίου οφείλεται σε λόγους ευφωνίας. Ως [[επίρρημα]] χρησιμοποιείται στον [[αττικό]] πεζό λόγο με προθέσεις όπως <i>εἰς</i>, [[πρός]], ενώ ως [[πρόθεση]] συντάσσεται με γενική ([[πρβλ]]. [[μέχρι]] οὗ</i>). Ως [[σύνδεσμος]] απαντά [[συχνά]] [[μαζί]] με το <i>οὗ</i> ([[πρβλ]]. [[μέχρι]] οὗ</i> «[[μέχρι]] το [[σημείο]] που»). Ο τ. [[μέχρι]] ανάγεται πιθ. στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>me</i>- «στο [[μέσον]]», που χρησιμοποιείται ως [[βάση]] επιρρημάτων-προθέσεων (<b>βλ.</b> [[μέσφα]], [[μετά]], [[ἄχρι]]) δηλ. [[μέχρι]](<i>ς</i>) <span style="color: red;"><</span> IE <i>me</i>-<i>ğhri</i>-<i>s</i> και συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>merj</i> «[[κοντά]]» και το ρ. <i>merjenam</i> «[[πλησιάζω]]». Έχει υποστηριχθεί, [[τέλος]], η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μέχρι]] [[είναι]] σύνθ. από τη [[ρίζα]] <i>me</i>- και τη λ. [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>me</i>-<i>ĝhsr</i>-<i>i</i>, [[πρβλ]]. αρμ. <i>jern</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm