Κίλισσα: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*ki/lissa | |Beta Code=*ki/lissa | ||
|Definition=[ῐ], ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[Cilician]] [[woman]], A.Ch.732; as the name of a [[slave]], Sch.Ar.Pax362.<br><span class="bld">2</span> Adj., fem. of [[Κιλίκιος]], νέες Hdt.8.14. | |Definition=[ῐ], ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[Cilician]] [[woman]], A.Ch.732; as the name of a [[slave]], Sch.Ar.Pax362.<br><span class="bld">2</span> Adj., fem. of [[Κιλίκιος]], νέες Hdt.8.14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης;<br /><i>adj. f.</i><br />de Cilicie.<br />'''Étymologie:''' [[Κίλιξ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κίλισσα''': ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς [[ὄνομα]] δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14. | |lstext='''Κίλισσα''': ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς [[ὄνομα]] δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:25, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ης, ἡ,
A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362.
2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.
Greek (Liddell-Scott)
Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.
Greek Monolingual
Κίλισσα, η (Α)
1. θηλ. του Κίλιξ
2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» — πλοία της Κιλικίας (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κίλικ-υă < θ. Κίλικ- του Κίλιξ, -ικος) + επίθημα -ya (πρβλ. Φοίνισσα < Φοίνικ-ya)].
Russian (Dvoretsky)
Κίλισσα:
I ἡ киликиянка Aesch., Xen.
II adj. f киликийская (νῆες Her.).