σκεπαστός: Difference between revisions
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skepastos | |Transliteration C=skepastos | ||
|Beta Code=skepasto/s | |Beta Code=skepasto/s | ||
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[covered]], [[σ]]. (sc. [[κλισία]]), ἡ, [[shed]], [[covered]] [[sheepfold]], Eust.1165.52, 1957.57: [[σκεπαστόν]], [[τό]], [[tilt]]ed [[wagon]], Aq.Nu.7.3, Is.66.20. | |Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[covered]], [[σ]]. (''[[sc.]]'' [[κλισία]]), ἡ, [[shed]], [[covered]] [[sheepfold]], Eust.1165.52, 1957.57: [[σκεπαστόν]], [[τό]], [[tilt]]ed [[wagon]], Aq.Nu.7.3, Is.66.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:34, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheepfold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.
German (Pape)
[Seite 892] bedeckt, verhüllt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκεπασμένος, ἐστεγασμένος, σκεπαστὴ (ἐξυπακ. κλισία), ἡ, ἐστεγασμένον παράπηγμα, Εὐστ. 1165. 52, κτλ.· - σκεπαστόν, τό, ἁμάξιον ἐστεγασμένον, Ἡρῳδιαν. σ. 444 Piers.· ἐν Γλωσσ., κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, «κουκούλα».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκεπαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ σκεπάζω
1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος
2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος
νεοελλ.
1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν φανερώνεται
β) ασαφής, συγκεχυμένος
2. το θηλ. ως ουσ. η σκεπαστή
ναυτ. υπόστεγο σε ναύσταθμο για την προφύλαξη λέμβων
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκεπαστά
κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, όχι σταράτα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκεπαστή
πρόχειρα στεγασμένο παράπηγμα, καλύβα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστόν
στεγασμένη άμαξα.