ἀλεξητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεξητήρ]] (-ῆρος), ο<br />θηλ. [[ἀλεξήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], <b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεξητήριος]].
|mltxt=[[ἀλεξητήρ]] (-ῆρος), ο<br />θηλ. [[ἀλεξήτειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει<br /><b>2.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]], [[πρόμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επαυξημένο με -<i>η</i>- θ. του ρήματος [[ἀλέξω]], [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἀλεξήσω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλεξητήριος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).

Greek Monolingual

ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.

Greek Monotonic

ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλ. μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀ. μάχης Hom. защитник в бою.

Middle Liddell

ἀλέξω
one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀ. μάχης afweerder van de strijd Il. 20.396.