ετεροεθνής: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[έθνος]], ο [[ομοεθνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έθνος]]), [[πρβλ]]. <i>αλλο</i>-<i>εθνής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[έθνος]], ο [[ομοεθνής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έθνος]]), [[πρβλ]]. [[αλλοεθνής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλοεθνής].