εὐαλθής: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐαλθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο [[ευίατος]], ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>2.</b> αυτός που θεραπεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλθος]] «[[φάρμακο]], [[ίαση]]» <span style="color: red;"><</span> [[αλθαίνω]] «θεραπεύομαι»), [[πρβλ]]. [[δυσαλθής]], [[ωμαλθής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (ἀλθαίνω) A easily healed, Hp.Art.39: Comp., ib.68: Sup., Antyll. ap. Orib.45.16.4. II Act., healing, Nic.Al.326,622.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαλθής: -ές, (ἄλθω) εὐκόλως θεραπευόμενος, εὐθεράπευτος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804· συγκρ., αὐτόθι 831. ΙΙ. ἐνεργ., θεραπεύων, ἰώμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 326.
Greek Monolingual
εὐαλθής, -ές (Α)
1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος
2. αυτός που θεραπεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσαλθής, ωμαλθής].