εὐδιάφθαρτος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐδιάφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθαρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὐδιάφθαρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθαρτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), [[πρβλ]]. [[αδιάφθαρτος]], [[δυσδιάφθαρτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδιάφθαρτος:''' Plat. = [[εὐδιάφθορος]]. | |elrutext='''εὐδιάφθαρτος:''' Plat. = [[εὐδιάφθορος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A easily spoiled, Pl.Lg.845d.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάφθαρτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νομ. 845D.
Greek Monolingual
εὐδιάφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. αδιάφθαρτος, δυσδιάφθαρτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάφθαρτος: Plat. = εὐδιάφθορος.