ζεστούτσικος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ελαφρώς]] [[ζεστός]] («το [[σπίτι]] αυτό [[είναι]] ζεστούτσικο τον χειμώνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λίγο πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ουτσικος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[ελαφρώς]] [[ζεστός]] («το [[σπίτι]] αυτό [[είναι]] ζεστούτσικο τον χειμώνα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει λίγο πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεστός]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ουτσικος</i> ([[πρβλ]]. [[γλυκούτσικος]], [[κουτούτσικος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ελαφρώς ζεστός («το σπίτι αυτό είναι ζεστούτσικο τον χειμώνα»)
2. αυτός που έχει λίγο πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + υποκορ. κατάλ. -ουτσικος (πρβλ. γλυκούτσικος, κουτούτσικος)].