ηπιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπιόδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>δωρος</i>].
|mltxt=[[ἠπιόδωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δώρον]]), [[πρβλ]]. [[άδωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. άδωρος].