θυριδωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυριδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. <i>αγκαθ</i>-[[ωτός]], <i>θολ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυριδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[αγκαθωτός]], [[θολωτός]])].
}}
}}

Revision as of 07:40, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρῐδωτός Medium diacritics: θυριδωτός Low diacritics: θυριδωτός Capitals: ΘΥΡΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: thyridōtós Transliteration B: thyridōtos Transliteration C: thyridotos Beta Code: quridwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137; καταπάλτης IG22.1487.89.

German (Pape)

[Seite 1227] mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.

Greek (Liddell-Scott)

θυριδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].