καθαρόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>ξενό</i>-<i>γλωσσος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[βραδύγλωσσος]], [[ξενόγλωσσος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:16, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, ξενόγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].