καθαρόγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. [[βραδύγλωσσος]], [[ξενόγλωσσος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:16, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος, ξενόγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].