καταβρεχτήρι: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το<br />φορητό [[δοχείο]] κατάλληλο για [[κατάβρεγμα]] ή για [[πότισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταβρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i> ([[πρβλ]]. [[κλαδευτήρι]], [[ξεσκονιστήρι]]). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. <i>καταβρεκτήρια</i> μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:19, 23 August 2021
Greek Monolingual
το
φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρι (πρβλ. κλαδευτήρι, ξεσκονιστήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].