καψούρα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. <i>καμπ</i>-[[ούρα]], <i>μουρμ</i>-[[ούρα]])].
|mltxt=η<br />έντονο ερωτικό [[συναίσθημα]] που παραμένει ανικανοποίητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάψα]] (II) με τη σημ. «σφοδρή [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ούρα]] ([[πρβλ]]. [[καμπούρα]], [[μουρμούρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

η
έντονο ερωτικό συναίσθημα που παραμένει ανικανοποίητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) με τη σημ. «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. -ούρα (πρβλ. καμπούρα, μουρμούρα)].