κηρόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (Α [[κηρόχρως]], -ωτος, ό, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεριού, [[κέρινος]], [[κερένιος]], [[κίτρινος]] σαν το [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]») [[πρβλ]]. <i>φοινικό</i>-<i>χρους</i>, <i>χιονό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν (Α [[κηρόχρως]], -ωτος, ό, ἡ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κεριού, [[κέρινος]], [[κερένιος]], [[κίτρινος]] σαν το [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]») [[πρβλ]]. [[φοινικόχρους]], [[χιονόχρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν (Α κηρόχρως, -ωτος, ό, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικόχρους, χιονόχρους].