κοιλόπονος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[πόνος]] της κοιλιάς, ο [[πονόκοιλος]]<br /><b>2.</b> [[κολικός]], κολικόπονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοιλ</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. <i>κεφαλό</i>-<i>πονος</i>, <i>στομαχό</i>-<i>πονος</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο [[πόνος]] της κοιλιάς, ο [[πονόκοιλος]]<br /><b>2.</b> [[κολικός]], κολικόπονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοιλ</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] ([[πρβλ]]. [[κεφαλόπονος]], [[στομαχόπονος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος
2. κολικός, κολικόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλόπονος, στομαχόπονος)].