λειοκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), [[πρβλ]]. <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>].
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), [[πρβλ]]. [[ξανθοκάρηνος]], [[χρυσοκάρηνος]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειοκάρηνος Medium diacritics: λειοκάρηνος Low diacritics: λειοκάρηνος Capitals: ΛΕΙΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: leiokárēnos Transliteration B: leiokarēnos Transliteration C: leiokarinos Beta Code: leioka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A smooth-headed, bald-headed, Poll.2.26.

German (Pape)

[Seite 24] glattköpfig, kahl, Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

λειοκάρηνος: [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, Πολυδ. Β΄, 26.

Greek Monolingual

λειοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό κεφάλι, φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθοκάρηνος, χρυσοκάρηνος].