λεοντόβοτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντόβοτος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>θηρό</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
|mltxt=[[λεοντόβοτος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[θηρόβοτος]], [[ιππόβοτος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεοντό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />fed on by lions, Strab.
|mdlsjtxt=λεοντό-βοτος, ον [[βόσκω]]<br />fed on by lions, Strab.
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόβοτος Medium diacritics: λεοντόβοτος Low diacritics: λεοντόβοτος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: leontóbotos Transliteration B: leontobotos Transliteration C: leontovotos Beta Code: leonto/botos

English (LSJ)

fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρόβοτος, ιππόβοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].

Middle Liddell

λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.