λιπόθηλος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόθηλος]], -ον (Μ)<br />(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν [[κατά]] τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η [[μητέρα]] τους από τη [[θηλή]] του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), [[πρβλ]]. <i>νεό</i>-<i>θηλος</i>, <i>ομό</i>-<i>θηλος</i>].
|mltxt=[[λιπόθηλος]], -ον (Μ)<br />(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν [[κατά]] τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η [[μητέρα]] τους από τη [[θηλή]] του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), [[πρβλ]]. [[νεόθηλος]], [[ομόθηλος]]].
}}
}}

Revision as of 18:53, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόθηλος Medium diacritics: λιπόθηλος Low diacritics: λιπόθηλος Capitals: ΛΙΠΟΘΗΛΟΣ
Transliteration A: lipóthēlos Transliteration B: lipothēlos Transliteration C: lipothilos Beta Code: lipo/qhlos

English (LSJ)

ον, (θηλή) A deprived of the breast, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, Gp.19.6.8.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόθηλος: -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἅπερ ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, διότι οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. μετάχοιρον, λιπογάλακτος.

Greek Monolingual

λιπόθηλος, -ον (Μ)
(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o)- + -θηλος(< θηλή), πρβλ. νεόθηλος, ομόθηλος].