μελέτη: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελέτη''': ἡ, [[ἄλλο]] [[ὄνομα]] τοῦ καὶ χαμαιλέοντος καλουμένου φυτοῦ, Apul. herb. 25.<br />ἡ, [[φροντίς]], [[ἐπιμέλεια]], [[μελέτη]] [δέ] τοι [[ἔργον]] ὀφέλει Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 410· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[πλείων]] μὲν πλεόνων [[μελέτη]], μείζων δ’ ἐπιθήκη, περισσότερα μὲν [[εἶναι]] ἡ φροντὶς καὶ ἡ [[δαπάνη]] περὶ πλειόνων (παίδων), μεῖζον δὲ τὸ ἐπιγιγνόμενον [[κέρδος]] ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν· λέγει δὲ περὶ γεωργικῶν παίδων, [[αὐτόθι]] 378· οὕτω, μελέτην τινὸς ἔχειν = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ὡς τὸ curam genere rei, [[αὐτόθι]] 455· εἰδότες ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτην [[πλείω]] σῴζουσαν ἢ λόγων δι’ ὀλίγου [[καλῶς]] ῥηθεῖσαν παραίνεσιν, γνωρίζοντες ὅτι ἡ ἐκ πολλοῦ χρόνου [[μελέτη]] τῶν ἔργων [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] [[σωτήριος]] ἢ ἡ διὰ λόγων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ μετ’ εὐγλωττίας ῥηθεῖσα [[παραίνεσις]], Θουκ. 5. 69· - [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], μ. [[περί]] τινος Πλάτ. Πολιτικ. 286Α· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Α· - ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμένου, [[φροντίς]], [[πρόνοια]], θεῶν του μελέτῃ, τῇ προνοίᾳ θεοῦ τινος, Σοφ. Φιλοκ. 196. 2) [[ἐπιμέλεια]], ἄσκησις, Λατ. meditatio, Πινδ. Ο. 6. 63· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 93· ἡ δ’ ὀλίγου μ., βραχεῖα, [[ὀλιγοχρόνιος]] ἄσκησις, Θουκ. 2. 85· πόνων μ., κοπώδεις ἀσκήσεις, ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς παιδείας, ὁ αὐτ. 2. 39· [[μάθησις]] καὶ μ. Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· θανάτου μ., ὁ [[ὕπνος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 81Α. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ἄσκησις, [[γύμνασις]], «γυμνάσια», μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιοῦμαι, ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἐν τῷ πολέμῳ, Θουκ. 1. 18, πρβλ. [[μελετάω]] Ι. 2· ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. 2. 39 ἐν ἀρχ. γ) παρ’ Ἀττ. [[συχν]]. ἐπὶ ῥήτορος, ἡ [[μελέτη]] ἢ [[ἀπαγγελία]] λόγου, Λατ. commentatio, ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας Δημ. 328. 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ὑποκριτικῶν, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιοῦνται, ἀσκοῦνται, μελετῶσι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 22· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόθεσις]] ῥητορικῆς συζητήσεως, μ. σοφισταῖς προβάλλειν Πινδ. Ι. 5 (4). 36. 3) [[ἐπιτήδευμα]], μία δ’ οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα, «οὐ γάρ... ἓν [[ἐπιτήδευμα]] πάντας ἡμᾶς δύναται τρέφειν» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 161. ΙΙ. [[φροντίς]], [[μέριμνα]], ἀνησυχία, μελέτῃ κατατρύχεσθαι Εὐρ. Μήδ. 1099. ΙΙΙ. ἄσκησις, [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 85· ἐν μ. γίγνεσθαί τινος Στοβ. παράρτ. σ. 22 Gaisf.
|lstext='''μελέτη''': ἡ, [[ἄλλο]] [[ὄνομα]] τοῦ καὶ χαμαιλέοντος καλουμένου φυτοῦ, Apul. herb. 25.<br />ἡ, [[φροντίς]], [[ἐπιμέλεια]], [[μελέτη]] [δέ] τοι [[ἔργον]] ὀφέλει Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 410· μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[πλείων]] μὲν πλεόνων [[μελέτη]], μείζων δ’ ἐπιθήκη, περισσότερα μὲν [[εἶναι]] ἡ φροντὶς καὶ ἡ [[δαπάνη]] περὶ πλειόνων (παίδων), μεῖζον δὲ τὸ ἐπιγιγνόμενον [[κέρδος]] ἐκ τῆς ἐργασίας αὐτῶν· λέγει δὲ περὶ γεωργικῶν παίδων, [[αὐτόθι]] 378· οὕτω, μελέτην τινὸς ἔχειν = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ὡς τὸ curam genere rei, [[αὐτόθι]] 455· εἰδότες ἔργων ἐκ πολλοῦ μελέτην [[πλείω]] σῴζουσαν ἢ λόγων δι’ ὀλίγου [[καλῶς]] ῥηθεῖσαν παραίνεσιν, γνωρίζοντες ὅτι ἡ ἐκ πολλοῦ χρόνου [[μελέτη]] τῶν ἔργων [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] [[σωτήριος]] ἢ ἡ διὰ λόγων ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ μετ’ εὐγλωττίας ῥηθεῖσα [[παραίνεσις]], Θουκ. 5. 69· - [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], μ. [[περί]] τινος Πλάτ. Πολιτικ. 286Α· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Α· - ἀλλὰ μετὰ γεν. τοῦ ὑποκειμένου, [[φροντίς]], [[πρόνοια]], θεῶν του μελέτῃ, τῇ προνοίᾳ θεοῦ τινος, Σοφ. Φιλοκ. 196. 2) [[ἐπιμέλεια]], ἄσκησις, Λατ. meditatio, Πινδ. Ο. 6. 63· μ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 93· ἡ δ’ ὀλίγου μ., βραχεῖα, [[ὀλιγοχρόνιος]] ἄσκησις, Θουκ. 2. 85· πόνων μ., κοπώδεις ἀσκήσεις, ἐπὶ τῆς Σπαρτιατικῆς παιδείας, ὁ αὐτ. 2. 39· [[μάθησις]] καὶ μ. Πλάτ. Θεαίτ. 153Β· θανάτου μ., ὁ [[ὕπνος]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 81Α. β) ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, ἄσκησις, [[γύμνασις]], «γυμνάσια», μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιοῦμαι, ἀσκοῦμαι, γυμνάζομαι ἐν τῷ πολέμῳ, Θουκ. 1. 18, πρβλ. [[μελετάω]] Ι. 2· ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. 2. 39 ἐν ἀρχ. γ) παρ’ Ἀττ. συχν. ἐπὶ ῥήτορος, ἡ [[μελέτη]] ἢ [[ἀπαγγελία]] λόγου, Λατ. commentatio, ταύτης τῆς μελέτης καὶ τῆς ἐπιμελείας Δημ. 328. 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ὑποκριτικῶν, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιοῦνται, ἀσκοῦνται, μελετῶσι, Ἀριστ. Προβλ. 11. 22· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόθεσις]] ῥητορικῆς συζητήσεως, μ. σοφισταῖς προβάλλειν Πινδ. Ι. 5 (4). 36. 3) [[ἐπιτήδευμα]], μία δ’ οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα, «οὐ γάρ... ἓν [[ἐπιτήδευμα]] πάντας ἡμᾶς δύναται τρέφειν» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 161. ΙΙ. [[φροντίς]], [[μέριμνα]], ἀνησυχία, μελέτῃ κατατρύχεσθαι Εὐρ. Μήδ. 1099. ΙΙΙ. ἄσκησις, [[συνήθεια]], Θουκ. 1. 85· ἐν μ. γίγνεσθαί τινος Στοβ. παράρτ. σ. 22 Gaisf.
}}
}}
{{bailly
{{bailly