ψιλόμαλλον: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Μ<br />μαλακό μάλλινο ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. <i>ψιλόμαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=τὸ, Μ<br />μαλακό μάλλινο ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. <i>ψιλόμαλλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. [[χρυσόμαλλος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
τὸ, Μ
μαλακό μάλλινο ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόμαλλος < ψιλός + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. χρυσόμαλλος].