ἰοστέφανος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iostefanos | |Transliteration C=iostefanos | ||
|Beta Code=i)oste/fanos | |Beta Code=i)oste/fanos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[violet-crowned]], [[epithet]] of Aphrodite, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>6.18</span>, <span class="bibl">Sol.19.4</span>; of the Muses, <span class="bibl">Thgn.250</span>; | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[violet-crowned]], [[epithet]] of Aphrodite, <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>6.18</span>, <span class="bibl">Sol.19.4</span>; of the Muses, <span class="bibl">Thgn.250</span>; especially of Athens, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>76</span>, cf. <span class="bibl">B.5.3</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>637</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>1323</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:55, 14 September 2021
English (LSJ)
ον, A violet-crowned, epithet of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; especially of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.
German (Pape)
[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.
English (Slater)
ῐοστέφᾰνος, -ον
1 crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.
Greek Monotonic
ἰοστέφᾰνος: -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἰοστέφᾰνος: увенчанный фиалками, в венке из фиалок (Ἀφροδίτη HH; Κύπρις Solon ap. Plut.; Ἀθῆναι Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
Middle Liddell
ἰο-στέφᾰνος, ον
violet-crowned, Hhymn., Solon., etc.