ἰχθύβοτος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>].
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), [[πρβλ]]. [[βούβοτος]], [[ιππόβοτος]]].
}}
}}

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠβοτος Medium diacritics: ἰχθύβοτος Low diacritics: ιχθύβοτος Capitals: ΙΧΘΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: ichthýbotos Transliteration B: ichthybotos Transliteration C: ichthyvotos Beta Code: i)xqu/botos

English (LSJ)

ον, A fed on by fish, Opp.H.2.1, Epic.Oxy.213v.15.

German (Pape)

[Seite 1275] von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθύβοτος: -ον, (τόπος) ἔνθα βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.

Greek Monolingual

ἰχθύβοτος, -ον (Α)
περιοχή που τρέφει ψάρια, τόπος όπου βόσκουν τα ψάρια, επειδή βρίσκουν άφθονη τροφή («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. βούβοτος, ιππόβοτος].