κρουσιφλεγής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο<br />αυτός που αναφλέγεται [[κατά]] την [[κρούση]] («[[κρουσιφλεγής]] [[οβίδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρουσιφλεγής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. [[κοσμοφλεγής]], [[πυριφλεγής]], ενώ ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φλογός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φλόγα]]), [[πρβλ]]. [[ολόφλογος]], [[πυρίφλογος]]. Οι λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].
|mltxt=-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο<br />αυτός που αναφλέγεται [[κατά]] την [[κρούση]] («[[κρουσιφλεγής]] [[οβίδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρουσιφλεγής]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. [[κρούσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλεγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλέγω]]), [[πρβλ]]. [[κοσμοφλεγής]], [[πυριφλεγής]], ενώ ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρουσ</i>- του [[κρούω]] ([[πρβλ]]. <i>κρούσις</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φλογός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φλόγα]]), [[πρβλ]]. [[ολόφλογος]], [[πυρίφλογος]]. Οι λ. [[είναι]] σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>κρουσίφλογος</i> μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].
}}
}}

Revision as of 07:04, 13 May 2023

Greek Monolingual

-ές και κρουσίφλογος, -η, -ο
αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούσηκρουσιφλεγής οβίδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής, πυριφλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλογός (< φλόγα), πρβλ. ολόφλογος, πυρίφλογος. Οι λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. κρουσίφλογος μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].