κυνηγός: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(CSV import) |
|||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κυνηγός -οῦ, ὁ, ἡ, Dor. κυνᾱγός [κύων, ἄγω] Dor. acc. plur. κυναγώς, jager; jaagster. | |elnltext=κυνηγός -οῦ, ὁ, ἡ, Dor. κυνᾱγός [κύων, ἄγω] Dor. acc. plur. κυναγώς, jager; jaagster. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἀντί]] [[κυναγός]]. Ἀπό τό [[κύων]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 14 October 2022
English (LSJ)
later form for κυναγός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
chasseur, chasseresse.
Étymologie: κύων, ἄγω.
Greek Monolingual
ο (AM κυνηγός, Α θηλ. κυνηγίς, δωρ. τ. κυναγός)
1. αυτός που βγαίνει με ή και χωρίς κυνηγετικό σκυλί για να σκοτώσει ή να συλλάβει πουλιά ή άλλα ζώα
2. ο εξασκημένος στο κυνήγι
νεοελλ.
1. επιθετικός ποδοσφαιριστής του οποίου ο κύριος ρόλος είναι η επιτυχία τέρματος
2. μτφ. αυτός που επιζητεί ή επιδιώκει κάτι με επιμονή, και ιδίως ερωτικές κατακτήσεις
3. φρ. α) «σώματα κυνηγών» — ελαφρώς εξοπλισμένες και ειδικά εξασκημένες στρατιωτικές μονάδες διαφόρων στρατών (γαλλικού, γερμανικού κ.ά.) ανάλογες με τα ελληνικά τάγματα ευζώνων
β) «κυνηγοί κεφαλών» — ιθαγενείς οι οποίοι αποκεφάλιζαν ανθρώπους και συνέλεγαν τα κεφάλια τους
μσν.
1. ως επίθ. κυνηγετικός
2. φρ. «κυνηγὸς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας» — ευεργέτης της εκκλησίας
αρχ.
1. θηριομάχος
2. στον πληθ. οι Κυνηγοί
σύλλογος κυνηγών στον Αλίαρτο κατά την εποχή της αθηναϊκής ηγεμονίας, ο οποίος συνδεόταν με τη λατρεία της Αρτέμιδος, ανάλογος με τον σύλλογο τών Ευθήρων στην Πέργαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός. Το -η- οφείλεται στον νόμο της εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
κῠνηγός: βλ. κυναγός.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγός: дор. κῠνᾱγός ὁ и ἡ охотник, зверолов (ἡ κ. Ἄρτεμις Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγός -οῦ, ὁ, ἡ, Dor. κυνᾱγός [κύων, ἄγω] Dor. acc. plur. κυναγώς, jager; jaagster.
Mantoulidis Etymological
ἀντί κυναγός. Ἀπό τό κύων + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.