ἰσχνοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχνοσκελής:''' тонконогий Diog. L. | |elrutext='''ἰσχνοσκελής:''' [[тонконогий]] Diog. L. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A lean-shanked, D.L.5.1, Gal.6.322.
German (Pape)
[Seite 1272] ές, dünnbeinig, D. L. 5, 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνοσκελής: -ές, ἔχων ἰσχνά, λεπτά σκέλη, Διογ. Λ. 5. 1, Γαλην. τ. 6. σ. 327, 3.
Greek Monolingual
ἰσχνοσκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής, μακροσκελής].
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνοσκελής: тонконогий Diog. L.