ἱκανοδότης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[εργοδότης]], [[τροφοδότης]].
|mltxt=[[ἱκανοδότης]], ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)<br />αυτός που παρέχει [[ασφάλεια]], [[εγγύηση]], ο [[εγγυητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκανός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[εργοδότης]], [[τροφοδότης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Genugtuende]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνοδότης Medium diacritics: ἱκανοδότης Low diacritics: ικανοδότης Capitals: ΙΚΑΝΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: hikanodótēs Transliteration B: hikanodotēs Transliteration C: ikanodotis Beta Code: i(kanodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who gives security, BGU1189.3. II one who requites, ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82(vi A.D.).

Greek Monolingual

ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.

German (Pape)

ὁ, der Genugtuende, Sp.