πηλοπλάθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πηλοπλάθος
|Full diacritics=πηλοπλᾰ́θος
|Medium diacritics=πηλοπλάθος
|Medium diacritics=πηλοπλάθος
|Low diacritics=πηλοπλάθος
|Low diacritics=πηλοπλάθος
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πηλο-πλᾰ́θος, ὁ, [[πλάσσω]]<br />a [[potter]], Luc.
|mdlsjtxt=πηλοπλᾰ́θος, ὁ, [[πλάσσω]]<br />a [[potter]], Luc.
}}
}}

Revision as of 15:59, 4 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλοπλᾰ́θος Medium diacritics: πηλοπλάθος Low diacritics: πηλοπλάθος Capitals: ΠΗΛΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: pēlopláthos Transliteration B: pēloplathos Transliteration C: piloplathos Beta Code: phlopla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, potter, Luc.Prom. Es 1.

German (Pape)

[Seite 610] Thon, Lehm formend, aus Lehm, Thon bildend, irdene Waaren verfertigend, Luc. Prom. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ, κεραμεύς, Λουκ. Προμ. 1, Müller Archäol. d. K. § 72.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
statuaire de terre cuite.
Étymologie: πηλός, πλάσσω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πλάθει τον πηλό, που κατασκευάζει πήλινα αγγεία, πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -πλάθος (< θ. πλαθ- του πλάσσω, πρβλ. πλάθ-ανον), πρβλ. χυτρο-πλάθος].

Greek Monotonic

πηλοπλάθος: [ᾰ], ὁ (πλάσσω), αγγειοπλάστης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πηλοπλάθος: (ᾰ) ὁ горшечник, гончар Luc.

Middle Liddell

πηλοπλᾰ́θος, ὁ, πλάσσω
a potter, Luc.