ἀνοικτίρμων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοικτίρμων''': -ον, ονος, ὁ μὴ [[οἰκτίρμων]], [[ἀνηλεής]], ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303. | |lstext='''ἀνοικτίρμων''': -ον, ονος, ὁ μὴ [[οἰκτίρμων]], [[ἀνηλεής]], [[ἄσπλαγχνος]], Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:57, 5 November 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίρω.
Spanish (DGE)
-ον
implacable τις S.Fr.659, ἀνοικτίρμων τις ἔφυς θεός AP 7.303 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
ἀνοικτίρμων (AM) οικτίρμων
άσπλαχνος, άκαρδος.
Greek Monotonic
ἀνοικτίρμων: -ον, ανηλεής, άσπλαχνος, ανελέητος, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικτίρμων: 2, gen. ονος Soph., Anth. = ἄνοικτος.
Middle Liddell
pitiless, merciless, Soph., Anth.