καταμήνιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "" to "ἡ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mensuel ; <i>subst.</i> ὁ [[καταμήνιος]] PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ [[καταμήνιος]] ([[κάθαρσις]]), τὰ καταμήνια les menstrues.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μήν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμήνιος''': -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, [[ἔμμηνος]], [[ἐπιμήνιος]]·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν [[κάθαρσις]], ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν [[αἱμορραγία]], ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται [[ῥόος]] τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· [[ὅταν]] τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[συνήθεια]] συνηθεῖα, σύνηθα».
|lstext='''καταμήνιος''': -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, [[ἔμμηνος]], [[ἐπιμήνιος]]·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν [[κάθαρσις]], ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν [[αἱμορραγία]], ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται [[ῥόος]] τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· [[ὅταν]] τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «[[συνήθεια]] συνηθεῖα, σύνηθα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mensuel ; <i>subst.</i> ὁ [[καταμήνιος]] PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ [[καταμήνιος]] ([[κάθαρσις]]), τὰ καταμήνια les menstrues.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μήν]].
}}
}}
{{eles
{{eles