λασιόκωφος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰσιόκωφος:''' глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами ([[ἵππος]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] ([[πρβλ]]. [[δύσκωφος]], [[υπόκωφος]])].
|mltxt=[[λασιόκωφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες [[τρίχες]] που έχει [[μέσα]] στα αφτιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάσιος]] «[[δασύτριχος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κωφός]] ([[πρβλ]]. [[δύσκωφος]], [[υπόκωφος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰσιόκωφος:''' глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами ([[ἵππος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασιόκωφος Medium diacritics: λασιόκωφος Low diacritics: λασιόκωφος Capitals: ΛΑΣΙΟΚΩΦΟΣ
Transliteration A: lasiókōphos Transliteration B: lasiokōphos Transliteration C: lasiokofos Beta Code: lasio/kwfos

English (LSJ)

ον, deaf from hair growing in the ears, cited from Pl. (Phdr. 253e) by Synes.67d, Phot., Suid., from a false reading, found in cod. B.

German (Pape)

[Seite 17] durch rauche, dichtbehaarte Ohren taub, VLL.

Russian (Dvoretsky)

λᾰσιόκωφος: глухой из-за заросших шерстью ушей, с заросшими шерстью ушами (ἵππος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰσιόκωφος: -ον, κωφὸς ἕνεκα τριχῶν αὐξανομένων ἐντὸς τῶν ὤτων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. (Φαῖδρ. 253Ε) ὑπὸ Συνεσ. 67D καὶ τῶν λεξικῶν, ἕνεκα ἡμαρτημένης γραφῆς, ἥτις καὶ ἔν τισι τῶν Ἀντιγράφ. εὑρίσκεται.

Greek Monolingual

λασιόκωφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες τρίχες που έχει μέσα στα αφτιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κωφός (πρβλ. δύσκωφος, υπόκωφος)].