κουβούκλιο: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῑον, Μ [[κουβούκλιον]] και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)<br />[[κοιτώνας]], [[ιδίως]] βασιλιά, [[συνήθως]] με θολωτή [[στέγη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] [[θόλος]] που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[κουβούκλιο]] του Επιταφίου» — το θολωτό [[ιερό]] [[κενοτάφιο]] στο οποίο εναποτίθεται [[κατά]] τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η [[οθόνη]] του Επιταφίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κιβώτιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλουβί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cubiculum</i> «[[θάλαμος]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. ρ. <i>cubo</i> «[[κοιμάμαι]]») με [[αφομοίωση]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ου</i>- και [[συγκοπή]] του -<i>κ</i>-].
|mltxt=και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῖον, Μ [[κουβούκλιον]] και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)<br />[[κοιτώνας]], [[ιδίως]] βασιλιά, [[συνήθως]] με θολωτή [[στέγη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μικρός]] [[θόλος]] που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το [[κουβούκλιο]] του Επιταφίου» — το θολωτό [[ιερό]] [[κενοτάφιο]] στο οποίο εναποτίθεται [[κατά]] τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η [[οθόνη]] του Επιταφίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κιβώτιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κλουβί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cubiculum</i> «[[θάλαμος]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. ρ. <i>cubo</i> «[[κοιμάμαι]]») με [[αφομοίωση]] του -<i>ι</i>- σε -<i>ου</i>- και [[συγκοπή]] του -<i>κ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

και κουβούκλι το (ΑM κουβουκλεῖον, Μ κουβούκλιον και κουβοῦκλιν και κουβικούλιον)
κοιτώνας, ιδίως βασιλιά, συνήθως με θολωτή στέγη
νεοελλ.
1. κάθε μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτούς κίονες
2. φρ. «το κουβούκλιο του Επιταφίου» — το θολωτό ιερό κενοτάφιο στο οποίο εναποτίθεται κατά τη Μ. Παρασκευή και περιφέρεται η οθόνη του Επιταφίου
νεοελλ.-μσν.
κιβώτιο
μσν.
κλουβί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cubiculum «θάλαμος» (< λατ. ρ. cubo «κοιμάμαι») με αφομοίωση του -ι- σε -ου- και συγκοπή του -κ-].