περιαιρώ: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῑδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=-έω, ΜΑ [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] [[κάτι]] που περιβάλλει [[κάτι]] [[άλλο]], [[βγάζω]] το εξωτερικό [[περίβλημα]] («δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[αφαιρώ]], [[αποσπώ]] («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τείχη) [[κατεδαφίζω]], [[καταστρέφω]] («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναιρώ]] [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> [[διαγράφω]] κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιαιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[αφαιρώ]] («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῖδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («περιαιρεθείς... τὰ [[ὄντα]]», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ αιρώ
1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα», Πλάτ.)
2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ)
αρχ.
1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω, καταστρέφω («ἐκέλευέ σφεας τὸ τεῖχος περιαιρέειν», Ηρόδ.)
2. αναιρώ υπόσχεση
3. διαγράφω κάποιο κονδύλιο από έναν λογαριασμό
4. μέσ. περιαιροῦμαι, -έομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αφαιρώ («ἁπάντων... τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ κάτι δικό μου («περιελόμενος τὴν σφρηγῖδα», Ηρόδ.)
5. (μέσ.-παθ.) αποστερούμαι κάποιου, απογυμνώνομαι από κάποιον ή από κάτι («περιαιρεθείς... τὰ ὄντα», Δημοσθ.).