συμπνέω: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπνέω:''' (aor. συπέπνευσα)<b class="num">1)</b> дышать вместе или одновременно: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;<br /><b class="num">2)</b> быть единодушным, согласным Plat., Arst.; συμπνευσάντων [[ἡμῶν]] καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ [[πόλις]] [[οὔπω]] συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;<br /><b class="num">3)</b> соглашаться, покоряться (τύχαισι Aesch.). | |elrutext='''συμπνέω:''' (aor. συπέπνευσα)<b class="num">1)</b> дышать вместе или одновременно: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;<br /><b class="num">2)</b> быть единодушным, согласным Plat., Arst.; συμπνευσάντων [[ἡμῶν]] καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ [[πόλις]] [[οὔπω]] συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;<br /><b class="num">3)</b> [[соглашаться]], [[покоряться]] (τύχαισι Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:30, 19 August 2022
English (LSJ)
poet. συμπληρ-πνείω Supp.Epigr.7.12.11 (Susa, i B.C.):—A breathe together with, τινι M.Ant.8.54, AP7.595 (Jul.): metaph., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων going along with the sudden blasts of fortune, yielding or bowing to them, A.Ag.187 (lyr.); συμπνέον τῇ ὀργῇ, gloss on ἔγχεος ζακότοιο, Sch.Pi.N.6.90. 2 abs., coalesce, achieve unity, Pl.Lg.708d, Arist.Pol.1303a26, Plu.Comp.Lyc.Num.4; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων D.18.168; οἱονεὶ σ. ἐς γάμον Ael.NA 3.44.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πνέω), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; οὐκέτι συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, ὑποκύπτω εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44.
French (Bailly abrégé)
souffler ou respirer avec, τινι ; fig. être animé des mêmes entiments, être d’accord avec, τινι ; σ. εἴς τι unir ses efforts, conspirer vers un même but.
Étymologie: σύν, πνέω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α πνέω
έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.)
μσν.
εμπνέω
αρχ.
1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συμβάλλω («ὁ βοῦς συμπνεῖ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.)
3. συμμαχώ («συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων», Δημοσθ.)
4. παρασύρομαι από το φύσημα («ἐμαυτὸν τύχαισι συμπνέων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
συμπνέω: μέλ. -πνεύσομαι,
1. αναπνέω ή πνέω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέω, πορεύομαι παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. υποχωρώ, ενδίδω σ' αυτή, σε Αισχύλ.
2. απόλ., συμφωνώ με κάποιον, αποκτώ σύμπνοια, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
συμπνέω: (aor. συπέπνευσα)1) дышать вместе или одновременно: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;
2) быть единодушным, согласным Plat., Arst.; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ πόλις οὔπω συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;
3) соглашаться, покоряться (τύχαισι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πνέω samen blazen, alleen overdr. in overeenstemming zijn, het eens zijn; met dat.. σ. τύχαισι zich schikken naar het lot Aeschl. Ag. 187.
Middle Liddell
fut. -πνεύσομαι
1. to breathe together with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι ς. to go along with the sudden blasts of fortune, to yield or bow to them, Aesch.
2. absol. to agree together, conspire, Dem.