ψιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ἱππ</i>-<i>εύς</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ἱππεύς]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλεύς Medium diacritics: ψιλεύς Low diacritics: ψιλεύς Capitals: ΨΙΛΕΥΣ
Transliteration A: psileús Transliteration B: psileus Transliteration C: psileys Beta Code: yileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, in plural ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππεύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.