στόχος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , $3:")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στόχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[цель]]: ἐπὶ στόχον [[ἱέναι]] Xen. стрелять в цель; [[ἱέναι]] τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;<br /><b class="num">2)</b> предположение, догадка: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л.
|elrutext='''στόχος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[цель]]: ἐπὶ στόχον [[ἱέναι]] Xen. стрелять в цель; [[ἱέναι]] τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;<br /><b class="num">2)</b> [[предположение]], [[догадка]]: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:35, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόχος Medium diacritics: στόχος Low diacritics: στόχος Capitals: ΣΤΟΧΟΣ
Transliteration A: stóchos Transliteration B: stochos Transliteration C: stochos Beta Code: sto/xos

English (LSJ)

ὁ, A pillar of brick, IG22.463.59, al. 2 = στοχάς, Poll.5.36. 3 butt, target, X.Ages.1.25 (Wyttenbach for στοίχων). 4 aim, aiming, E.Ba.1100 (Reiske for τ' ὄχον). 5 guess, conjecture, A.Supp.243.

German (Pape)

[Seite 949] wie σταλίς, στάλιξ, alles Aufgerichtete, gew. das aufgestellte Ziel, wonach man zielt, Xen. Ages. 1, 25; Poll. 5, 36; – das Zielen, Muthmaßen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240.

Greek (Liddell-Scott)

στόχος: ὁ, σκοπός, «σημάδι», Εὐρ. Βάκχ. 1100 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Reiske ἀντὶ τ ὅχον) στοχῷ (οὕτω) βάλλειν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. 2) εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 243. ΙΙ. = στοχάς, Πολυδ. Ε´, 36. (Δὲν σχετίζεται πρὸς τὸ στοῖχος, στίχος, ἀλλὰ παράγεται ἐκ τῆς √ΣΤΕΧ ἢ ΣΤΑΧ· πρβλ. Γοτθ. aus-tiggan (ἐξαιρεῖν)· Ἀρχ. Σκανδ. sting-a· Ἀγγλο-Σαξον. stingan, κτλ· πρβλ. Μ. Müller Sc. of Lang. 2. σ. 79. - Ἡ ῥίζα αὕτη φαίνεται ὅτι εἶναι συγγενὴς τῇ √ ΣΤΙΓ, στίζω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 but que l’on vise;
2 conjecture.
Étymologie: R. Σταχ ou Στεχ, frapper.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή του όπλου του κάποιος, σημάδι
νεοελλ.
1. σκοπός, επιδίωξη
2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών»)
3. φυσ. α) όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική τών στοιχειωδών σωματιδίων και στις πυρηνικές επιστήμες για να χαρακτηρίσει στοιχειώδεις μονάδες της ύλης που εκτίθενται σε συγκρούσεις οι οποίες προκαλούνται από δέσμες κινούμενων σωματιδίων με σκοπό τη μελέτη αυτών τών συγκρούσεων ή την παραγωγή διαφορετικών σωματιδίων
β) ένα σύνολο στοιχειωδών μονάδων της ύλης που διαπερνάται από τη δέσμη τών σωματιδίων-βλημάτων
4. φρ. «θεωρία του στόχου»
βιολ. γενικευμένη υπόθεση ότι οι βιολογικές επιδράσεις τών ακτινοβολιών οφείλονται στον ιοντισμό από τα μεμονωμένα κβάντα ή φωτόνια της ραδιενεργού ακτινοβολίας, τα οποία απορροφώνται από ευαίσθητα σημεία του κυττάρου
αρχ.
1. αυτό που εκτοξεύεται ως βλήμα («θύρσους... στόχον δύστηνον», Ευρ.)
2. συμπέρασμα («μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν συνοίσεται στόχῳ», Αισχύλ.)
3. κίονας από πλίνθους
4. στοχάς για τα θηρευτικά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στόχος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ste-n-gh- «είμαι οξύς, μυτερός, κεντώ, τρυπώ», χωρίς έρρινο ένθημα -n- (βλ. και στάχυς) και συνδέεται με τα ρωσ. stoža «πάσσαλος», λιθουαν. stagaras «στέλεχος», αγγλοσαξ. staca «στέλεχος, πάσσαλος» (με ηχηρό σύμφωνο, μέσο ή δασύ). Η λ. στόχος είχε πιθανότατα αρχική σημ. «στύλος, πάσσαλος, μυτερό αντικείμενο που καρφώνεται κάπου» απ' όπου η λ. χρησιμοποιήθηκε μτφ. στο ρ. στοχάζομαι με σημ. «επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κάτι» και «υπολογίζω, λογαριάζω, σταθμίζω, κρίνω, εξετάζω, ερευνώ». Η σημ., τέλος, της λ. στόχος «συμπέρασμα» προήλθε πιθ. υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. στοχάζομαι.

Greek Monotonic

στόχος: ὁ, σκοπός, στόχος, «σημάδι», σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόχος -ου, ὁ [~ στάχυς] vermoeden, gissing.

Russian (Dvoretsky)

στόχος:
1) цель: ἐπὶ στόχον ἱέναι Xen. стрелять в цель; ἱέναι τι στόχον Eur. бросать что-л. в цель;
2) предположение, догадка: στόχῳ συμφέρειν τι Aesch. догадываться о чем-л.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: erected pillar, post, mark, fixed target, also suspicion (after στοχάζομαι)? (very rare, partly in the transmission blurred attestations in A., E., X., Poll., Att. inscr.).
Compounds: Compp. ἄ-στοχος missing the target, εὔ-στοχος aiming well, hitting well (Att., hell. a. late) with ἀ-, εὑ-στοχ-ία, -έω.
Derivatives: στοχ-άς, -άδος f. raising for the poles of fixing-nets (Poll.); also adj. of unclear meaning (E. Hel. 1480 [lyr.], prob. false v.l. for στολάδες); -ανδόν adv. by conjecture (Theognost.). Normal denom. στοχάζομαι, also w. κατα- a.o., to target at sthing, to shoot, to seek to achieve, to guess, to conjecture, to explore (Hp., Att., hell. a. late) with (κατα-) στοχασμός, -ασις, -αστής, -αστικός; also στόχασμα n. instrument for aiming = javelin (E. Ba. 1205; cf. Chantraine Form. 145).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1014] *stegh- sting, bar
Etymology: Without certain non-Greek agreement. As the original meaning seems to have been erected pillar, post, we can compare some Balt.-Slav. and Germ. words. Thus Russ. stóg m. heap, heap of hay, Bulg. stéžer post to bind horses to, bar (Germ. Schoberstange)', Russ. dial. stož-á, -ará, -erá supporting pillar of a haystack, čech. stožár mast(tree), Lith. stãgaras thin long stalk of a plant, Latv. stę̄ga long bar etc. Because of Germ., e.g. OE staca, NEngl. stake, OWNo. staki m. bar, javelin (PGm. *stak-an-) for stóg etc. IE *steg- is also possible [no, the short vowel requires an aspirate: Winter-Kortlandt's law]. Beside the words mentioned Germ. presents also another group, which cannot be well be distinguished from it, which goes back on IE *stegh- (> Slav. steg-), mostly in the nasalized form ste-n-gh-: Swed. stagg stiff and standing grass, sholder, stickleback (-gg express. gemin.), ODan. stag point, germ; OHG stanga, OWNo. stǫng f. Stange, stick, pole (with OWNo. stinga, OE stingan sting) etc. (Not from here with zero grade (IE *stn̥gh-) στάχυς?)

Middle Liddell

στόχος, ὁ,
an aim, shot, Eur.

Frisk Etymology German

στόχος: {stókhos}
Grammar: m.
Meaning: aufgerichteter Pfeiler, Pfosten, Mal, aufgestelltes Ziel, auch Vermutung (nach στοχάζομαι)? (ganz vereinzelte, z.T. in der Überlieferung verwischte Belege bei A., E., X., Poll., att. Inschr.).
Composita : Kompp. ἄστοχος ‘das Ziel verfehlende εὔστοχος gut zielend, gut treffend (att., hell. u. sp.) mit ἀ-, εὐστοχία, -έω.
Derivative: Davon στοχάς, -άδος f. Aufwurf für die Stangen der Stellnetze (Poll.); auch Adj. unklarer Bed. (E. Hel. 1480 [lyr.], wohl falsche v.l. für στολάδες); -ανδόν Adv. mutmaßungsweise (Theognost.). Gewöhnliches Denom. στοχάζομαι, auch m. κατα- u.a., wonach zielen, schießen, zu erzielen suchen, erraten, vermuten, ausforschen (Hp., att., hell. u. sp.) mit (κατα-) στοχασμός, -ασις, -αστής, -αστικός; auch στόχασμα n. Gerät zum Zielen = Wurfspieß (E. Ba. 1205; vgl. Chantraine Form. 145).
Etymology : Ohne sichere außergriech. Entsprechung. Da die urspr. Bed. aufgerichteter Pfeiler, Pfosten zu sein scheint, melden sich als denkbare Verwandte einige in dieses weite Bedeutungsfeld fallende balt.-slav. und germ. Wörter. So russ. stóg m. Schober, Heuhaufen, bulg. stéžer Tennenpfosten zum Anbinden der Pferde, Schoberstange, russ. dial. stož-á, -ará, -erá Stützpfahl eines Heuschobers, čech. stožár Mastbaum, lit. stãgaras dünner langer Pflanzenstengel, lett. stę̄ga lange Stange usw. Wegen germ., z.B. ags. staca, nengl. stake, awno. staki m. Stange, Spieß (urg. *stak-an-) kommt aber für stóg usw. idg. steg- ebensogut in Betracht. Neben den vorerwähnten Wörtern bietet indessen das Germ. auch eine andere, davon nicht rein zu scheidende Gruppe, die auf idg. stegh- (> slav. steg-), meist in nasalierter Form ste-n-gh- zurückzuführen ist : schwed. stagg steifes und stechendes Gras, Achsel, Stichling (-gg express. Gemin.), ä.dän. stag Spitze, Keim; ahd. stanga, awno. stǫng f. ’Stange, Stock, Pfahl’ (mit awno. stinga, ags. stingan stechen) usw. Davon mit Schwundstufe (idg. stn̥gh-) στάχυς? S. d. m. weiteren Formen und Lit.
Page 2,804