πέταυρον: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, Stange, Latte, s. [[πέτευρον]]. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0605.png Seite 605]] τό, Stange, Latte, s. [[πέτευρον]]. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />perche <i>ou</i> latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.<br />'''Étymologie:''' [[πετάννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | |lstext='''πέταυρον''': ἢ [[πέτευρον]], τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ [[πέτευρον]]· [[ἐντεῦθεν]] πᾶν [[ξύλον]], «κοντάρι» ἢ [[σανίς]], Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― [[καθόλου]], [[ἰκρίωμα]], Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «[[εἶδος]] παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[μετέωρος]]), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης [[πέταυρον]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:40, 2 October 2022
English (LSJ)
v. πέτευρον.
German (Pape)
[Seite 605] τό, Stange, Latte, s. πέτευρον. Bei Pol. 8, 6, 8 Gerüste der Seiltänzer.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
perche ou latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.
Étymologie: πετάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
πέταυρον: ἢ πέτευρον, τό, σανὶς ἐφ’ ἧς κοιμῶνται αἱ ὄρνιθες, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 667, Θεόκρ. 83. 13, ― ἀμφότεροι ἐν· τῷ τύπῳ πέτευρον· ἐντεῦθεν πᾶν ξύλον, «κοντάρι» ἢ σανίς, Λυκόφρ. 884. ΙΙ. ἐλαστική τις σανὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κυβιστῶσι θαυματοποιοῖς καὶ σχοινοβάταις, Μανέθων 6. 444, Lucil. παρὰ Fest. Juvenal. 14. 265, κτλ.· ― καθόλου, ἰκρίωμα, Πολύβ. 8. 6, 8. ΙΙΙ. «εἶδος παγίδος» Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ πέδαυρος, Αἰολ. ἀντὶ τοῦ μετέωρος), πρβλ. τὸ τῆς λαλουμένης πέταυρον.
Greek Monotonic
πέταυρον: ή πέτευρον, τό, ξύλο οπου κουρνιάζουν τα πουλιά το βράδυ, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
πέταυρον: и πέτευρον τό
1) насест Arph., Theocr.;
2) помост, подмостки Polyb.
Middle Liddell
πέταυρον, ορ πέτευρον, ου, τό,
a perch for fowls to roost at night, Theocr. [deriv. uncertain]