σκήνωμα: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, = [[σκῆνος]], Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, = [[σκῆνος]], Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />habitation, maison ; <i>particul.</i> campement de soldats.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκήνωμα''': τό, = [[σκήνημα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ [[σῶμα]], = [[σκῆνος]] ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Βυζ.
|lstext='''σκήνωμα''': τό, = [[σκήνημα]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ [[σῶμα]], = [[σκῆνος]] ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― [[νεκρός]], [[πτῶμα]], Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />habitation, maison ; <i>particul.</i> campement de soldats.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνόω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:54, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωμα Medium diacritics: σκήνωμα Low diacritics: σκήνωμα Capitals: ΣΚΗΝΩΜΑ
Transliteration A: skḗnōma Transliteration B: skēnōma Transliteration C: skinoma Beta Code: skh/nwma

English (LSJ)

ατος, τό, A = σκήνημα, mostly in plural, E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al. 2 in sg. metaph.,= σκῆνος ΙΙ, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320. 3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6. 4 = papilio, Gloss. (perhaps in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).

German (Pape)

[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.

English (Strong)

from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.

English (Thayer)

σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.

Greek Monotonic

σκήνωμα: -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ.
1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.
2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σκήνωμα: ατος τό
1) палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;
2) обитель, обиталище NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκήνωμα -ατος, τό [σκηνόω] tent, meestal plur.; spec. milit. tentenkamp; overdr. van het menselijk lichaam (als behuizing van de ziel). NT 2 Pet. 1.13.

Middle Liddell

σκήνωμα, ατος, τό, = σκήνημα, Eur.; soldiers']
1. quarters, Xen.
2. metaph. the body, NTest.

Chinese

原文音譯:sk»nwma 士咳挪馬
詞類次數:名詞(3)
原文字根:帳棚
字義溯源:帳幕,帳棚,居所,住處,寓所;源自(σκηνόω)=住帳棚),而 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚), (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具,容器),或出自(σκιά)=蔭,影子*)
出現次數:總共(3);徒(1);彼後(2)
譯字彙編
1) 帳棚(2) 彼後1:13; 彼後1:14;
2) 居所(1) 徒7:46