φωρά: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin;<br /><b>2</b> recherche, découverte d’un voleur, d’un objet volé.<br />'''Étymologie:''' [[φώρ]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin;<br /><b>2</b> recherche, découverte d'un voleur, d'un objet volé.<br />'''Étymologie:''' [[φώρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:39, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρά Medium diacritics: φωρά Low diacritics: φωρά Capitals: ΦΩΡΑ
Transliteration A: phōrá Transliteration B: phōra Transliteration C: fora Beta Code: fwra/

English (LSJ)

Ion. φωρή, ἡ, (φώρ) A theft, h.Merc.136 (prob. for φωνῆς), 385, BionFr.8.6, Nic.Al.273; ἱερῶν χρημάτων SIG672.16 (Delph., ii B. C.); ἔνοχοι ὄντες φωρᾷ Sammelb.4638.17 (ii B. C.); ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, Poll.8.69. II detection, discovery, τῆς ἀλλοτριολογίας Phld.Acad.Ind.p.67 M.; ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φ. D.L.1.96; μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ach.Tat.7.11. (φώρης codd. Nic. l.c.; Hsch. has φωρά· κλοπή, but φώρην· τὴν ἔρευναν.)

German (Pape)

[Seite 1322] ᾶς, ἡ, ion. φωρή, der Diebstahl; H. h. Merc. 136 nach Herm. Em.; οὐκ ἐπὶ φωρὰν ἔρχομαι Bion. 16, 6.

Greek (Liddell-Scott)

φωρά: Ἰων. φωρή, ἡ, (φὼρ) κλοπή, Βίων 9. 6, Νικ. Ἀλεξιφ. 273, καὶ (κατὰ τὸν Ἑρμανν.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 136. ΙΙ. ἀνακάλυψις, ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ Διογέν. Λαέρτ. 1. 96· μεῖζον τῆς φ. τὸ αὐτὸν ἑαυτοῦ κατειπεῖν Ἀχιλλ. Τάτ. 7. 11· φ. γοήτων Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 213C· ὁ δὲ Ἡσύχ. ἐν λ. φωρᾶν ἔχει «φώρην· ἔρευναν», πρβλ. φωράω, αὐτόφωρος.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 vol, larcin;
2 recherche, découverte d'un voleur, d'un objet volé.
Étymologie: φώρ.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α
1. κλοπή
2. ανακάλυψη
3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα
4. φρ. «ἐπ' αὐτῇ τῇ φωρᾷ» — επ' αυτοφώρω (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση του ρ. φωρῶ].

Greek Monotonic

φωρά: Ιων. φωρή, , κλοπή, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

φωρά: ион. φωρή
1) воровство, кража HH, Anth.;
2) раскрытие, изобличение Diog. L.

Middle Liddell

φωρά, ιονιξ φωρή, ἡ, [from φώρ]
a theft, Bion.