γεννητικός: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gennhtiko/s | |Beta Code=gennhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[generative]], [[productive]], ἡ πρᾶξις ἡ γ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>539b21</span>; ψυχὴ γ. <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>416b25</span>: c. gen., [[generative]] or [[productive of]]... τινός <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.11U.</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>726b21</span>, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.<span class="title">Nat.Herc.</span>908.1. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of men or animals, [[able to procreate]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>544b26</span>, <span class="bibl"><span class="title">de An.</span>432b24</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[generative]], [[productive]], ἡ πρᾶξις ἡ γ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>539b21</span>; ψυχὴ γ. <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>416b25</span>: c. gen., [[generative]] or [[productive of]]... τινός <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.11U.</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>726b21</span>, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.<span class="title">Nat.Herc.</span>908.1. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of men or animals, [[able to procreate]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>544b26</span>, <span class="bibl"><span class="title">de An.</span>432b24</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[generador]], [[productivo]] ὄργανα μὲν ἔχει ... πρὸς τὴν πρᾶξιν τὴν γεννητικήν Arist.<i>HA</i> 539<sup>b</sup>21, ἡ γ. ὥρα el período fértil</i> Arist.<i>Pr</i>.898<sup>b</sup>8, cf. Vett.Val.19.11, 29, τὸ γ. κλίμα Vett.Val.19.6<br /><b class="num">•</b>fil. del alma como causa y principio del cuerpo vivo [[δύναμις]] τῆς ψυχῆς θρεπτικὴ καὶ γ. Arist.<i>de An</i>.416<sup>a</sup>19, cf. Aristid.Quint.121.9, τὸ γ. μόριον ψυχικόν Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.234, cf. Arist.<i>de An</i>.416<sup>b</sup>25, Plot.1.1.8<br /><b class="num">•</b>c. gen. [[que produce]] [[ἄλλοι]] δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεων Epicur.<i>Ep</i>.[2] 48, μόρια αἵματος γεννητικά <i>Placit</i>.1.3.5 (= Anaxag.A 46), ὁ δὲ Κνίδιος (οἶνος) αἵματος γ. Ath.32e, τὸ τούτων γ. ὕδωρ del agua que produce fertilidad en personas, cosechas, etc.</i>, I.<i>BI</i> 4.463, ἡ [[ἀκινησία]] μηδενὸς ... γ. Corn.<i>ND</i> 28, cf. Hero <i>Def</i>.136.16<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. del Padre γ. τοῦ λόγου Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1496A, cf. Hippol.<i>Haer</i>.10.13<br /><b class="num">•</b>fig. ἡ πρὸς τὸν λόγον [[ἀπείθεια]] ἁμαρτίας ἐστὶ γ. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.13.101, (ἡ δεκάτη) γ. τελειότητος Gr.Naz.M.36.641C.<br /><b class="num">2</b> ref. al hombre o animal [[apto para procrear o engendrar]] ἀρχὴ κινήσεως γ. principio de movimiento apto para engendrar</i> contenido en el semen, Arist.<i>GA</i> 726<sup>b</sup>21, σπέρμα Epicur.<i>Herc</i>.908.1, ([[ἄνθρωπος]]) γ. δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά Arist.<i>HA</i> 544<sup>b</sup>26, cf. Arist.<i>de An</i>.432<sup>b</sup>24, ἡ γ. καταβολὴ τοῦ σπέρματος Clem.Al.<i>Strom</i>.3.12.83, τὰ γεννητικὰ μόρια los órganos genitales</i> Plu.2.962b, Gal.17(2).129, Pall.<i>H.Laus</i>.23.5, tb. en sg. τὸ γ. μόριον del de Príapo, D.S.1.88<br /><b class="num">•</b>tb. τὰ γεννητικὰ ὄργανα Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.273C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[por vía de generación]] ἡ ὑπόστασις ... τοῦ υἱοῦ γ. Didym.<i>Trin</i>.1.35. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γεννητικός''': -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6. | |lstext='''γεννητικός''': -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A generative, productive, ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA539b21; ψυχὴ γ. Id.de An.416b25: c. gen., generative or productive of... τινός Epicur.Ep.1p.11U., Arist.GA726b21, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1. 2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA544b26, de An.432b24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1generador, productivo ὄργανα μὲν ἔχει ... πρὸς τὴν πρᾶξιν τὴν γεννητικήν Arist.HA 539b21, ἡ γ. ὥρα el período fértil Arist.Pr.898b8, cf. Vett.Val.19.11, 29, τὸ γ. κλίμα Vett.Val.19.6
•fil. del alma como causa y principio del cuerpo vivo δύναμις τῆς ψυχῆς θρεπτικὴ καὶ γ. Arist.de An.416a19, cf. Aristid.Quint.121.9, τὸ γ. μόριον ψυχικόν Chrysipp.Stoic.2.234, cf. Arist.de An.416b25, Plot.1.1.8
•c. gen. que produce ἄλλοι δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεων Epicur.Ep.[2] 48, μόρια αἵματος γεννητικά Placit.1.3.5 (= Anaxag.A 46), ὁ δὲ Κνίδιος (οἶνος) αἵματος γ. Ath.32e, τὸ τούτων γ. ὕδωρ del agua que produce fertilidad en personas, cosechas, etc., I.BI 4.463, ἡ ἀκινησία μηδενὸς ... γ. Corn.ND 28, cf. Hero Def.136.16
•en lit. crist. del Padre γ. τοῦ λόγου Leont.H.Nest.M.86.1496A, cf. Hippol.Haer.10.13
•fig. ἡ πρὸς τὸν λόγον ἀπείθεια ἁμαρτίας ἐστὶ γ. Clem.Al.Paed.1.13.101, (ἡ δεκάτη) γ. τελειότητος Gr.Naz.M.36.641C.
2 ref. al hombre o animal apto para procrear o engendrar ἀρχὴ κινήσεως γ. principio de movimiento apto para engendrar contenido en el semen, Arist.GA 726b21, σπέρμα Epicur.Herc.908.1, (ἄνθρωπος) γ. δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά Arist.HA 544b26, cf. Arist.de An.432b24, ἡ γ. καταβολὴ τοῦ σπέρματος Clem.Al.Strom.3.12.83, τὰ γεννητικὰ μόρια los órganos genitales Plu.2.962b, Gal.17(2).129, Pall.H.Laus.23.5, tb. en sg. τὸ γ. μόριον del de Príapo, D.S.1.88
•tb. τὰ γεννητικὰ ὄργανα Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
II adv. -ῶς por vía de generación ἡ ὑπόστασις ... τοῦ υἱοῦ γ. Didym.Trin.1.35.
German (Pape)
[Seite 483] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γεννητικός: -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM) γεννητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που μπορεί να γεννήσει ή να παραγάγει κάτι
2. (ειδικά για την αναπαραγωγή του είδους) αυτός που έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής («γεννητικά όργανα, μόρια», ἄρχεται δὲ φέρειν τὸ σπέρμα περὶ τὰ δὶς ἑπτὰ ἔτη, γεννητικὸς δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεννητικά
όσα σχετίζονται με τη γενιά, την οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννητός ή απευθείας από το ρ. γεννώ].
Russian (Dvoretsky)
γεννητικός:
1) производящий, рождающий, плодовитый (τὰ τέλεια ζῷα, δύναμις τῆς ψυχῆς Arst.);
2) детородный (μόριον Arst., Diod. и μόρια Plut.).