ἀπεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail pour finir, achèvement;<br /><b>2</b> action de produire, production, cause;<br /><b>3</b> maniement d’une affaire ; <i>particul.</i> traitement d’une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεργάζομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> travail pour finir, achèvement;<br /><b>2</b> action de produire, production, cause;<br /><b>3</b> maniement d'une affaire ; <i>particul.</i> traitement d'une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεργάζομαι]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:49, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεργᾰσία Medium diacritics: ἀπεργασία Low diacritics: απεργασία Capitals: ΑΠΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: apergasía Transliteration B: apergasia Transliteration C: apergasia Beta Code: a)pergasi/a

English (LSJ)

ἡ,
A finishing off, completing, of painters, πρὸς τὴν ἀπεργασίαν τὴν τῶν εἰκόνων Pl. Prt.312d; execution, workmanship, Arist.Po.1448b18.
II causing, producing, ἀπεργασία χάριτος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.4.62c; ἔργου, ὑγιείας, Euthphr. 13d, 13e; ἐνύλων εἰδῶν Iamb.Comm.Math.9.
III working off of a debt, IG5(1).1390.77.
IV ἡ ἀπεργασία τῶν νόσων treatment, Pl.Alc.2.140b; ἀπεργασία τοῦ χώματος upkeep, POxy.729.8 (ii A. D.).
V efficacy, ἡ ἐν ταῖς θυσίαις ἀπεργασία Iamb.Myst.5.8, al.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, 1) die Ausarbeitung, εἰκόνων Plat. Prot. 312 d, öfter; Erwerbung, χάριτος καὶ ἡδονῆς Gorg. 462 c. – 2) Wirkung, νόσων Alc. II, 140 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεργασία: ἡ, ἡ ἀποτελείωσις, ἐκτέλεσις, ἀποπεράτωσις ἐπὶ ζῳγράφων, πρὸς τὴν ἀπ. τὴν τῶν εἰκόνων Πλάτ. Πρωτ. 312D, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 6, πρβλ. ἀπεργάζομαι. ΙΙ. τὸ ἀπεργάζεσθαι, παράγειν προξενεῖν τι, ἀπ. χάριτος καὶ ἡδονῆς Πλάτ. Γοργ. 462C. ΙΙΙ. ἐργασία, ἀσχολία, ἐπιτήδευμα, ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 13D, Ε: ἡ ἀπ. τῶν νόσων, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας αὐτῶν, θεραπεία, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 140Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 travail pour finir, achèvement;
2 action de produire, production, cause;
3 maniement d'une affaire ; particul. traitement d'une maladie.
Étymologie: ἀπεργάζομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I c. gen. obj. o abs.
1 realización, ejecución en pintura πρὸς τὴν ἀ. τὴν τῶν εἰκόνων Pl.Prt.312d
en el teatro puesta en escena περὶ τὴν ἀ. τῶν ὄψεων Arist.Po.1450b19, οὐχ ᾗ μίμημα ποιήσει τὴν ἡδονὴν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀ. ἢ τὴν χροιὰν ἢ διὰ τοιαύτην τινα ἄλλην αἰτίαν (el placer artístico no se logra) por la representación en cuanto tal sino gracias a la puesta en escena, al color o a cualquier otra causa Arist.Po.1448b18
en medic. tratamiento (τῶν νόσων) Pl.Alc.2.140b.
2 producción, consecución, logro χάριτός τινος καὶ ἡδονῆς Pl.Grg.462c, εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ...; εἰς ὑγιείας Pl.Euthphr.13d, cf. e, ἐν ταῖς θυσίαις Iambl.Myst.5.8, τῶν ἐνύλων εἰδῶν Iambl.Comm.Math.9.
II c. gen. subj. o abs.
1 trabajo, POxy.1546.3 (III d.C.), PAlex.inv.602 (p.30), ὄνων θηλίων PMich.620.249 (III d.C.).
2 pago mediante el trabajo, prestación, IG 5(1).1390.78 (I a.C.), POxy.729.8 (II d.C.), PWisc.9.25 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀπεργασἰα, η (Α)
1. αποπεράτωση, εκτέλεση
2. (για έργα ζωγραφικής) συμπλήρωση, φινίρισμα
3. το να παράγει, να δημιουργεί, να προξενεί κάποιος κάτι
4. θεραπεία, τρόπος θεραπείας.

Greek Monotonic

ἀπεργασία: ἡ,
I. αποπεράτωση, αποτελείωση, εκτέλεση, λέγεται για ζωγράφους, σε Πλάτ.
II. κατασκευή, παραγωγή, στον ίδ.
III. ασχολία, επάγγελμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεργᾰσία:
1) изготовление, выработка, производство (εἰκόνων Plat.; ὄψεων Arst.);
2) искусная работа, отделка (ἡδονὴ διὰ τὴν ἀπεργασίαν Arst.);
3) вызывание, возбуждение, причинение (ἡδονῆς Plat.; ἐναντίων Plut.);
4) (воз)действие, влияние (τῶν νόσων Plat.; κακοδαίμονος ζωῆς Plut.).

Middle Liddell

ἀπεργάζομαι
I. a finishing off, completing, of painters, Plat.
II. a making, producing, Plat.
III. a business, trade, Plat.

English (Woodhouse)

completion, manufacture, filling in, finishing off, perfecting, representation in art

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)