κατακύπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] sich bücken, niederducken, [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε, Il. 16, 611. 17, 527, u. Sp., bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen, [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Luc. D. Mort. 21, 1, vgl. Icaromen. 15; die Augen zu Boden schlagen, Strat. 7 (XII, 8, vgl. ibd. 176 [[κάτω]] κύψας).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] sich bücken, niederducken, [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε, Il. 16, 611. 17, 527, u. Sp., bes. den Kopf vorn überbiegen, mit vorgebogenem Kopfe und Leibe wohin gucken, hinabsehen, [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Luc. D. Mort. 21, 1, vgl. Icaromen. 15; die Augen zu Boden schlagen, Strat. 7 (XII, 8, vgl. ibd. 176 [[κάτω]] κύψας).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pencher la tête, se pencher;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> pencher la tête pour regarder dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σκύφτω», [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε Ἰλ. ΙΙ. 611, Ρ. 527· ἐπινεύοντας ἢ κατακύπτοντας ἢ κυλινδουμένους [[χαμαὶ]] γυμνάζεσθαι Γαλην. 6. 324·- κατακάμπτομαι καὶ [[κύπτω]] ἐξ αἰσχύνης· [[μᾶλλον]] τῶν καύκων ἐρυθαίνετο, καὶ κατακύψας. Ἀνθ. Π. 12. 8. 2) [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[βλέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], κ. [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· κ. εἰς το ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλ. 39, πρβλ. Ἰκαρομ. 15· πρβλ. [[παρακύπτω]] (ἀντίθ. [[ἀνακύπτω]]).
|lstext='''κατακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πολὺ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, «σκύφτω», [[πρόσσω]] γὰρ κατέκυψε Ἰλ. ΙΙ. 611, Ρ. 527· ἐπινεύοντας ἢ κατακύπτοντας ἢ κυλινδουμένους [[χαμαὶ]] γυμνάζεσθαι Γαλην. 6. 324·- κατακάμπτομαι καὶ [[κύπτω]] ἐξ αἰσχύνης· [[μᾶλλον]] τῶν καύκων ἐρυθαίνετο, καὶ κατακύψας. Ἀνθ. Π. 12. 8. 2) [[κλίνω]] πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[βλέπω]] εἴς τι [[πρᾶγμα]], κ. [[εἴσω]] τοῦ χάσματος Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· κ. εἰς το ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλ. 39, πρβλ. Ἰκαρομ. 15· πρβλ. [[παρακύπτω]] (ἀντίθ. [[ἀνακύπτω]]).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pencher la tête, se pencher;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> pencher la tête pour regarder dans.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth