συνερανίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=rassembler l’argent | |btext=rassembler l’argent d'une cotisation ; <i>simpl.</i> rassembler, réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐρανίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 23 August 2022
English (LSJ)
fut. A -ίσω Plu.2.963b: pf. -ηράνικα Phld.Vit.p.24J.:— join in contributing, contribute jointly, τὰς χρείας ἀλλήλοις App.BC 2.9, cf. D.L.4.38:—Med., receive contributions, Plu.Ages.35. II collect, gather, τινας Phld. l.c., Luc.Lex.17; παραδείγματα Plu.2.963b:— Med., ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς ῥήματα Them.Or.21.252d:—Pass., αἱ . . ἐκ πλειόνων -ισμέναι δυνάμεις Ph.1.386; συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων (v.l. σύγκλυδος) ὄχλου collected by chance contributions from... Pl.Ax. 369a, cf. D.H.Isoc.3, S.E.M.7.295, Gal.14.676, 18(1).193.
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνίζω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω, τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 9, πρβλ. Διογ. Λ. 4. 38. ― Μέσ., δέχομαι συνεισφοράς, Πλουτ. Ἀγ. 35. ΙΙ. συλλέγω, συνάγω, συναθροίζω, «μαζεύω», τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου Λουκ. Λεξιφ. 17· παραδείγματα Πλούτ. 2. 963Β, κτλ. ― Παθητ., συνηρανισμένος ἐκ συγκλύδων ὄχλος, συνηθροισμένος τυχαίως ἐκ..., Πλάτ. Ἀξ. 369Α, παρ. Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 295, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
rassembler l’argent d'une cotisation ; simpl. rassembler, réunir.
Étymologie: σύν, ἐρανίζω.
Greek Monolingual
Α
1. συνεισφέρω από κοινού με άλλους («τὰς χρείας ἀλλήλοις συνηράνιζον», Φιλόδ.)
2. συλλέγω, μαζεύω από πολλές μεριές («τοσοῦτον βόρβορον συνερανίσας κατήντλησάς μου», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρανίζω (< ἔρανος)].
Greek Monotonic
συνερᾰνίζω: μέλ. -σω, συνεισφέρω από κοινού, συλλέγω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, σε Λουκ. — Μέσ., δέχομαι συνεισφορές, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνερᾰνίζω:
1) устраивать складчину: τινὶ ἐπαρκεῖν καὶ σ. Diog. L. устраивать складчину для помощи кому-л.;
2) собирать, скапливать (παραδείγματα Plut.): τὸ ἐκ τούτων συνερανισμένον Sext. составленное из этих (признаков целое).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ερανίζω bij elkaar rapen. [Plat.] Ax. 369a. med., abs. bijdragen voor zich verzamelen. Plut. Ages. 35.6.
Middle Liddell
fut. σω
to join in contributing, to collect, Luc.:—Mid. to receive contributions, Plut.