εὔκριτος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] leicht zu entscheiden, [[κρίμα]] Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] leicht zu entscheiden, [[κρίμα]] Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à décider.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· [[κρίσις]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, [[εἶναι]] κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D. | |lstext='''εὔκρῐτος''': -ον, ([[κρίνω]]) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ [[κρῖμα]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· [[κρίσις]] Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· [[νόσημα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, [[εἶναι]] κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (κρίνω) A easy to decide, οὐκ εὔ. τὸ κρῖμα A.Supp.397; εὔ. [ἐστιν] ὅτι .. it is easily discerned, manifest, Pl.Plt.272c, cf. d; εὔκριτ' ἐστί Men. Epit.136; ἴχνη distinct, Poll.5.66. 2 Medic., having a good crisis, νόσημα Hp.Aph.1.12; κρίσιες -ώτεραι Id.Acut. 14. Adv. -τως, opp. ἀνακρίτως, Pall.in Hp.2.181 D.
German (Pape)
[Seite 1076] leicht zu entscheiden, κρίμα Aesch. Suppl. 392; leicht zu sondern, deutlich, Plat. Polit. 272 c; ἴχνη Poll. 5, 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à décider.
Étymologie: εὖ, κρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρῐτος: -ον, (κρίνω) περὶ οὗ εὐκόλως κρίνει τις, οὐκ εὔκρ. τὸ κρῖμα Αἰσχύλ. Ἱκ. 397· κρίσις Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1243· εὔκρ. ἐστιν ὅτι..., εὐκόλως διακρίνεται, εἶναι κατάδηλον ὅτι, Πλάτ. Πολιτικ. 272C, πρβλ. D.
Greek Monolingual
εὔκριτος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που κρίνεται δίκαια
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)
2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι..., Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κάποιος εύκολα («εὔκριτον νόσημα», Ιπποκρ.).
επίρρ...
εὐκρίτως (Α)
ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριτός < κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὔκρῐτος:
1) легко решаемый: οὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. суждение (т. е. судить здесь) нелегко;
2) легко разбираемый, понятный: εὔκριτον, ὅτι … Plat. ясно, что ….