συσχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=figurer <i>ou</i> façonner sur le modèle de, conformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σχηματίζω]].
|btext=figurer <i>ou</i> façonner sur le modèle de, conformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σχηματίζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 10:35, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσχημᾰτίζω Medium diacritics: συσχηματίζω Low diacritics: συσχηματίζω Capitals: ΣΥΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: syschēmatízō Transliteration B: syschēmatizō Transliteration C: syschimatizo Beta Code: susxhmati/zw

English (LSJ)

A correct, remodel, σ. [τοὺς ὁρισμοὺς] πρὸς τὸ . . ἔχειν ἐπιχείρημα Arist.Top.151b8; τὰ φαντάσματα Plu.2.83c:—Pass., form oneself after another, to be conformed to his example, πρός τινας ib. 100f; τῷ αἰῶνι τούτῳ Ep.Rom.12.2, cf. 1Ep Pet.1.14. II Astron., in Pass., to be similarly situated, Ptol.Phas.p.12 H., Tetr.34, S.E. M.5.33, Vett.Val.42.22, al.

German (Pape)

[Seite 1046] mit, zugleich wonach bilden, gestalten, τὶ πρός τι, Arist. top. 6, 14; med. sich wonach bilden, richten, ἡ κακία πρὸς ἑτέρους συσχηματιζομένη, Plut. de virt. et vit. M.; – ἀλλήλοις, von den Gestirnen, eine Stellung gegen einander annehmen, S. Emp. adv. astrol. 33. 40.

Greek (Liddell-Scott)

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, συνδιαπλάσσω, συμμορφῶ, σ. τι πρός τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14, 4· ἀπολ., Πλούτ. 2. 83Β· - Παθητ., συμμορφοῦμαι πρός τινα, ἀκολουθῶ τὸ παράδειγμά τινος, πρός τινα Πλούτ. 2. 100F· πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 20· τινι Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 2, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 14, Κλήμ. Ἀλεξ. 194· ἐπὶ ὑποκριτῶν θεατρικῶν ἢ ἐπὶ ῥητόρων, Ρήτορες (Walz) τ. 5, σ. 610. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ τῶν ἀστερισμῶν, ἵσταμαι ἐν ἀμοιβαίᾳ ἀντιθέσει, Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 33, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 142· ὅθεν συσχημᾰτισμός, ὁ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 30· συσχημάτισις, ἡ, Πρόκλ.

French (Bailly abrégé)

figurer ou façonner sur le modèle de, conformer;
Moy. συσχηματίζομαι se conformer à, se modeler sur, avec πρός et l'acc..
Étymologie: σύν, σχηματίζω.

English (Strong)

from σύν and a derivative of σχῆμα; to fashion alike, i.e. conform to the same pattern (figuratively): conform to, fashion self according to.

English (Thayer)

(WH συνχηματίζω (so T in Romans, Tr in 1Peter; cf. σύν, II. at the end)): present passive, συσχηματίζομαι; (σχηματίζω, to form); a later Greek word; to conform (Aristotle, top. 6,14, p. 151b, 8; Plutarch, de profect. in virt. 12, p. 83b.)); passive reflexively, τίνι, to conform oneself (i. e. one's mind and character) to another's pattern (fashion oneself according to (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians, p. 130f)): Winer's Grammar, 352 (330f)). (πρός τί, Plutarch, Numbers 20 common text.)

Greek Monolingual

Α σχηματίζω
1. σχηματίζω, διαπλάθω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο
2. μέσ. συσχηματίζομαι
α) συμμορφώνομαι προς κάποιον, ακολουθώ το παράδειγμα του
β) (για αστερισμούς) βρίσκομαι στην ίδια θέση
γ) κάνω χειρονομίες («συνεσχηματίζοντο τοῖς σώμασιν», Διον. Αλεξ.).

Greek Monotonic

συσχημᾰτίζω: σχηματίζω κάτι σύμφωνα με κάποιο άλλο, συνδιαμορφώνω, συμμορφώνω, τι πρός τι, σε Αριστ. — Παθ., συμμορφώνομαι, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συσχημᾰτίζω: сообразовывать, приспособлять, приводить в связь (τι πρός τι Arst., Plut. и τινί NT): συσχηματίζεσθαι πρός τινα ἐν φιλίᾳ Plut. жить с кем-л. в дружбе; ζηλωτής τινος συσχηματισθείς Plut. став на чью-л. сторону, т. е. заступившись за кого-л.; συσχηματίζεσθαι ἀλλήλοις Sext. (о небесных светилах) находиться в определенном положении друг к другу.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-σχηματίζω, alleen med. zich vormen naar, zich conformeren aan, met dat.

Middle Liddell


to conform one thing to another, τι πρός τι Arist.:—Pass. to form oneself after another, to be conformed to his example, NTest.

Chinese

原文音譯:suschmat⋯zw 需-士黑馬提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-姿態
字義溯源:效法,作相似的姿態,使相似;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σχῆμα)=風度)組成,而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(2);羅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 效法(2) 羅12:2; 彼前1:14