γλυπτός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=glupto/s | |Beta Code=glupto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for carving]], of wood or stone, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[carved]], λύγδου γ. <span class="title">AP</span>5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span> 4.25</span>; πρόσοψις <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κγ; γλυπτόν, τό</b>, [[carved image]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>44.10</span>,al.: but [[γλυπτά]], [[τά]], [[quarries]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Jd.</span>3.19</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for carving]], of wood or stone, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[carved]], λύγδου γ. <span class="title">AP</span>5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span> 4.25</span>; πρόσοψις <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κγ; γλυπτόν, τό</b>, [[carved image]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>44.10</span>,al.: but [[γλυπτά]], [[τά]], [[quarries]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Jd.</span>3.19</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [tes. dat. γλυτθοῦ <i>Mnemos</i>.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]<br /><b class="num">1</b> [[apto para ser grabado o esculpido]] de la madera o la piedra, Thphr.<i>Lap</i>.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras</i> [[LXX]] <i>Id</i>.3.19.<br /><b class="num">2</b> [[grabado]], [[esculpido]] τὴν ἁπαλὴν [[Εἰρήνιον]] ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα [[LXX]] <i>De</i>.4.16, στάλα <i>SEG</i> 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.19.41<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ γ. [[imagen esculpida]] [[LXX]] <i>Ex</i>.34.13, <i>De</i>.27.15, <i>Mnemos</i>.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν <i>Ep.Barn</i>.12.6a. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλυπτός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. [[ὁμοίωμα]] Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, [[αὐτόθι]] (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.). | |lstext='''γλυπτός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. [[ὁμοίωμα]] Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, [[αὐτόθι]] (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A fit for carving, of wood or stone, Thphr.Lap.5. 2 carved, λύγδου γ. AP5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα LXX De. 4.25; πρόσοψις Iamb.Protr.21.κγ; γλυπτόν, τό, carved image, LXX Is.44.10,al.: but γλυπτά, τά, quarries, ib.Jd.3.19.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [tes. dat. γλυτθοῦ Mnemos.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]
1 apto para ser grabado o esculpido de la madera o la piedra, Thphr.Lap.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras LXX Id.3.19.
2 grabado, esculpido τὴν ἁπαλὴν Εἰρήνιον ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX De.4.16, στάλα SEG 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.19.41
•subst. τὸ γ. imagen esculpida LXX Ex.34.13, De.27.15, Mnemos.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν Ep.Barn.12.6a.
Greek (Liddell-Scott)
γλυπτός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. ὁμοίωμα Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, αὐτόθι (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) γλύφω
1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός
2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής
μσν.
τορνευτός, καλοφτιαγμένος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά
τα λατομεία.
Greek Monotonic
γλυπτός: -ή, -όν (γλύφω), σκαλισμένος, χαραγμένος, σμιλευμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γλυπτός: изваянный, вырезанный (θάλος Anth.).