ἀποπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)popie/zw
|Beta Code=a)popie/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[squeeze out]], τὸ αἷμα ἐκ . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>889b28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[squeeze tight]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.46</span>, al.; [[press outwards]] or [[away from]] a spot, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span> 30</span>:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span> 11</span>:—also ἀπο-πῐάζω, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jd.</span>6.38</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.1.21</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[squeeze out]], τὸ αἷμα ἐκ . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>889b28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[squeeze tight]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.46</span>, al.; [[press outwards]] or [[away from]] a spot, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fract.</span> 30</span>:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span> 11</span>:—also ἀπο-πῐάζω, <span class="bibl">LXX<span class="title">Jd.</span>6.38</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Orib.8.1.21</span>.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oprimir]], [[comprimir]] τὸ ἐπίπλοον τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἀποπιέζει Hp.<i>Aph</i>.5.46, cf. <i>Nat.Mul</i>.20, <i>Steril</i>.229, ἐν ἀσκῷ ὕδωρ Hp.<i>Nat.Puer</i>.25.3, en v. pas. εἴ τι καὶ ἀποπιέζοιτο si se produjera alguna opresión</i> Hp.<i>Fract</i>.30, ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας cuando (piernas y muslos) resultan comprimidos a causa de estar sentado (largo tiempo)</i>, Thphr.<i>Fr</i>.11<br /><b class="num">•</b>[[machacar]], [[exprimir]] τοῦτο (ἰσχάδα) Hp.<i>Nat.Mul</i>.109<br /><b class="num">•</b>εἴς τι [[oprimir contra]], [[presionar hacia]] (τὸν γαργαρεῶνα) [[ἄνω]] εἰς τὴν ὑπερώην Hp.<i>Morb</i>.2.29, τροφὴν ... ἐς τὰ [[ἄνω]] Hp.<i>Gland</i>.16, en v. pas. [[αἷμα]] ἀποπιεχθὲν εἰς τὰς κνήμας Hp.<i>Virg</i>.1<br /><b class="num">•</b>τὸ [[αἷμα]] ἐκ τοῦ μέσου Arist.<i>Pr</i>.889<sup>b</sup>28<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer presión]], [[apretar]] Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 62, tb. en v. med., Gal.11.148.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπιέζω''': μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ [[αἷμα]] ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ [[νάρκη]] γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... [[ὅταν]] ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - [[ὡσαύτως]] -[[πιάζω]], Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.
|lstext='''ἀποπιέζω''': μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ [[αἷμα]] ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. [[πιέζω]] ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ [[νάρκη]] γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... [[ὅταν]] ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - [[ὡσαύτως]] -[[πιάζω]], Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[oprimir]], [[comprimir]] τὸ ἐπίπλοον τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἀποπιέζει Hp.<i>Aph</i>.5.46, cf. <i>Nat.Mul</i>.20, <i>Steril</i>.229, ἐν ἀσκῷ ὕδωρ Hp.<i>Nat.Puer</i>.25.3, en v. pas. εἴ τι καὶ ἀποπιέζοιτο si se produjera alguna opresión</i> Hp.<i>Fract</i>.30, ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας cuando (piernas y muslos) resultan comprimidos a causa de estar sentado (largo tiempo)</i>, Thphr.<i>Fr</i>.11<br /><b class="num">•</b>[[machacar]], [[exprimir]] τοῦτο (ἰσχάδα) Hp.<i>Nat.Mul</i>.109<br /><b class="num">•</b>εἴς τι [[oprimir contra]], [[presionar hacia]] (τὸν γαργαρεῶνα) [[ἄνω]] εἰς τὴν ὑπερώην Hp.<i>Morb</i>.2.29, τροφὴν ... ἐς τὰ [[ἄνω]] Hp.<i>Gland</i>.16, en v. pas. [[αἷμα]] ἀποπιεχθὲν εἰς τὰς κνήμας Hp.<i>Virg</i>.1<br /><b class="num">•</b>τὸ [[αἷμα]] ἐκ τοῦ μέσου Arist.<i>Pr</i>.889<sup>b</sup>28<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer presión]], [[apretar]] Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 62, tb. en v. med., Gal.11.148.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπῐέζω Medium diacritics: ἀποπιέζω Low diacritics: αποπιέζω Capitals: ΑΠΟΠΙΕΖΩ
Transliteration A: apopiézō Transliteration B: apopiezō Transliteration C: apopiezo Beta Code: a)popie/zw

English (LSJ)

A squeeze out, τὸ αἷμα ἐκ . . Arist.Pr.889b28. II squeeze tight, Hp.Aph.5.46, al.; press outwards or away from a spot, Id.Fract. 30:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας Thphr.Fr. 11:—also ἀπο-πῐάζω, LXXJd.6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21.

Spanish (DGE)

oprimir, comprimir τὸ ἐπίπλοον τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἀποπιέζει Hp.Aph.5.46, cf. Nat.Mul.20, Steril.229, ἐν ἀσκῷ ὕδωρ Hp.Nat.Puer.25.3, en v. pas. εἴ τι καὶ ἀποπιέζοιτο si se produjera alguna opresión Hp.Fract.30, ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας cuando (piernas y muslos) resultan comprimidos a causa de estar sentado (largo tiempo), Thphr.Fr.11
machacar, exprimir τοῦτο (ἰσχάδα) Hp.Nat.Mul.109
εἴς τι oprimir contra, presionar hacia (τὸν γαργαρεῶνα) ἄνω εἰς τὴν ὑπερώην Hp.Morb.2.29, τροφὴν ... ἐς τὰ ἄνω Hp.Gland.16, en v. pas. αἷμα ἀποπιεχθὲν εἰς τὰς κνήμας Hp.Virg.1
τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Arist.Pr.889b28
abs. hacer presión, apretar Hp.Acut.(Sp.) 62, tb. en v. med., Gal.11.148.

German (Pape)

[Seite 319] auspressen, Hippocr. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπιέζω: μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. πιέζω ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ νάρκη γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - ὡσαύτως -πιάζω, Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.

Greek Monolingual

(AM ἀποπιέζω)
νεοελλ.
1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω
2. (ως παθ.) πλακώνομαι
αρχ.
πιέζω δυνατά.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπιέζω: выжимать, выдавливать (τὸ αἷμα ἐκ του μέσου Arst.).