ἐνερευθής: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enerefthis | |Transliteration C=enerefthis | ||
|Beta Code=e)nereuqh/s | |Beta Code=e)nereuqh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[somewhat red]], ἄστρον <span class="bibl">Str.3.1.5</span>; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., <span class="bibl">Sor.1.13</span>; of the countenance, [[flushed]], Phld.<span class="title">Ir.</span>p.5 W., <span class="bibl">Cic. <span class="title">Att.</span>12.4.1</span>; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. [[blushing]], <span class="bibl">Plb.31.23.8</span>; παρειῶν τὸ ἐ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Im.</span>7</span>, cf. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.7.16.3</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.
German (Pape)
[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἐνερεύθης Orib.50.47.3
1 enrojecido
a) de partes del cuerpo, como signo sintomático τὸ πρόσωπον Hp.Morb.2.71, ἐπαναστάσεις τοῦ δέρματος Gal.19.132, τὰ βλέφαρα Aët.7.78, cf. Ath.26a, Antyll. en Orib.7.16.3, ὁ δὲ ἔσωθεν (χιτὼν τῆς μήτρας) ... ἐνερευθέστερος Sor.1.4.109, cf. Orib.50.47.3;
b) gener. τὸ ἄστρον Str.3.1.5, τὸ σῶμα Ph.1.380, φλοιός Dsc.1.100.4;
c) como signo de un estado de ánimo τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. Plb.31.23.8, cf. Phld.Ir.fr.6.14
•subst. παρειῶν τὸ ἐνευρεθές el enrojecimiento de mejillas Luc.Im.7
•de ahí irritado, Cic.Att.240.1.
2 rojizo, rojo καυλοί Dsc.4.164.1, τὸ πρόσωπον ... λευκὸν καὶ ἐνερευθὲς ἦν Longus 1.24.3, cf. Memn.1.1.1.
Greek Monolingual
ἐνερευθής, -ές (Α) έρευθος
1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός
2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές
ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).
Greek Monotonic
ἐνερευθής: -ές, ροδαλός, κοκκινωπός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνερευθής: красноватый, румяный Polyb., Luc., Sext.