καταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμίγνυμι Medium diacritics: καταμίγνυμι Low diacritics: καταμίγνυμι Capitals: ΚΑΤΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katamígnymi Transliteration B: katamignymi Transliteration C: katamignymi Beta Code: katami/gnumi

English (LSJ)

later spelling of καταμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. μίγνυμι), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.

Greek (Liddell-Scott)

καταμίγνῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -μίξω, κατὰ συγκοπὴν ποιητ. καμμίξας, Ἰλ. Ω. 529.· ἑνώνω δύο ἢ πλειότερα πράγματα, μιγνύω ἐντελῶς, ἀνακατώνω, καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους Ἀριστοφ. Λυσ. 580· τὴν φροντίδα καταμίξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα ὁ αὐτ. Νεφ. 230· τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Δημ. 866, 26.· πρβλ. 789, 19· συμπόταις ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 148Α, πρβλ. 648C,- Παθ., τούτοις καταμεμῖχθαι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 5· οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμιγνύοντο, μέσ. κατεμίγνυον ἑαυτούς, δηλ. ἀνεμιγνύοντο μετὰ τῶν πολιτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 3· εἰς γένος Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 20.

French (Bailly abrégé)

mêler;
Moy. καταμίγνυμαι se mêler, εἰς et l'acc..
Étymologie: κατά, μίγνυμι.

Greek Monolingual

καταμίγνυμι (Α)
βλ. καταμείγνυμι.

Greek Monotonic

καταμίγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -μίξω· μτχ. Επικ. αορ. αʹ καμμίξας· αναμειγνύω, ανακατεύω τα υλικά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταμίγνῡμι: и (Plut., только praes. и impf.) καταμιγνύω примешивать, присоединять (τὶ εἰς τὸν ἀέρα, τοὺς μετοίκους Arph.; τὴν οὐσίαν εἰς προῖκα Dem.; καταμεμῖχθαί τινι Arst.; ζῆλόν τινι, συμπόταις ἑαυτόν Plut.): πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. многие солдаты смешались с городским населением.

Middle Liddell

or -ύω fut. -μίξω epic aor1 part. καμμίξας
to mix up, mingle the ingredients, Il., Ar.