σεμνός: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''σεμνός''': {semnós}<br />'''Meaning''': [[ehrwürdig]], [[verehrt]], [[heilig]], [[vornehm]], auch [[hochmütig]], [[stolz]] (seit ''h''. ''Cer''.).<br />'''Composita''' : Viele Kompp., z.B. [[σεμνόμαντις]] m. [[ehrwürdiger Seher]] (S.; Risch IF 59, 273), [[ἄσεμνος]] [[unwürdig]], [[unedel]] (Arist. usw.; Frisk Adj. priv. 15).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[σεμνότης]] f. [[Würde]], [[vornehmes Wesen]], [[Stolz]] (att.), 2. -εῖον n. [[heiliges Gebäude]] (Ph.; nach [[ἀρχεῖον]] u.a.); 3. -ύνομαι, -ύνω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, ὑπερ- u. a. [[seine Würde behaupten]], [[sich erheben]], [[stolz sein]] bzw. [[ehrwürdig machen]], [[erheben]], [[rühmen]] (Hdt., att.; nach θρασύνομαι, -ύνω, αἰσχύνομαι u.a.; vgl. Fraenkel Denom. 37); dazu, wohl als Rückbildungen (vgl. Strömberg Prefix Studies 98), [[ὑπέρ]]-, [[ἐπίσεμνος]] (sp.); 4. -όω = -ύνω (Hdt.) mit -ωμα n. [[Würde]], [[Majestät]] (Epikur.).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[ἁγνός]] u. a.; altes Verbaladj. (aus *σεβνός) zu [[σέβομαι]] (s. d.) mit eventueller Beziehung zum σ-Stamm in [[σέβας]] (vgl. Benveniste Origines 33). — Zu [[σεμνός]] u. Verw. bei Platon de Vries Mnem. 3: 12, 151 ff.<br />'''Page''' 2,692-693 | |ftr='''σεμνός''': {semnós}<br />'''Meaning''': [[ehrwürdig]], [[verehrt]], [[heilig]], [[vornehm]], auch [[hochmütig]], [[stolz]] (seit ''h''. ''Cer''.).<br />'''Composita''': Viele Kompp., z.B. [[σεμνόμαντις]] m. [[ehrwürdiger Seher]] (S.; Risch IF 59, 273), [[ἄσεμνος]] [[unwürdig]], [[unedel]] (Arist. usw.; Frisk Adj. priv. 15).<br />'''Derivative''': Davon 1. [[σεμνότης]] f. [[Würde]], [[vornehmes Wesen]], [[Stolz]] (att.), 2. -εῖον n. [[heiliges Gebäude]] (Ph.; nach [[ἀρχεῖον]] u.a.); 3. -ύνομαι, -ύνω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, ὑπερ- u. a. [[seine Würde behaupten]], [[sich erheben]], [[stolz sein]] bzw. [[ehrwürdig machen]], [[erheben]], [[rühmen]] (Hdt., att.; nach θρασύνομαι, -ύνω, αἰσχύνομαι u.a.; vgl. Fraenkel Denom. 37); dazu, wohl als Rückbildungen (vgl. Strömberg Prefix Studies 98), [[ὑπέρ]]-, [[ἐπίσεμνος]] (sp.); 4. -όω = -ύνω (Hdt.) mit -ωμα n. [[Würde]], [[Majestät]] (Epikur.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[ἁγνός]] u. a.; altes Verbaladj. (aus *σεβνός) zu [[σέβομαι]] (s. d.) mit eventueller Beziehung zum σ-Stamm in [[σέβας]] (vgl. Benveniste Origines 33). — Zu [[σεμνός]] u. Verw. bei Platon de Vries Mnem. 3: 12, 151 ff.<br />'''Page''' 2,692-693 | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese |
Revision as of 10:40, 21 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, (σέβομαι) A revered, august, holy: I prop. of gods, e.g. Demeter, h.Cer.1,486; Hecate, Pi.P.3.79; Thetis, Id.N.5.25; Apollo, A.Th.800; Poseidon, S.OC55; Pallas Athena, ib.1090 (lyr.); at Athens the Erinyes were specially the σεμναὶ θεαί, Id.Aj.837, OC 90,458, Ar.Eq.1312, Th.224, Th.1.126, Autocl. ap. Arist.Rh.1398b26; or simply Σεμναί, A.Eu.383 (lyr.), 1041 (lyr.), E.Or.410; τὸ σ. ὄνομα their name, S.OC41; σ. βάθρον the threshold of their temple, ib.100; σ. τέλη their rites, ib. 1050 (lyr.). 2 of things divine, ὄργια σ. h.Cer.478, S.Tr.765; θέμεθλα δίκης Sol.4.14; ὑγίεια Simon.70; θυσία Pi.O.7.42; σ. ἄντρον the cave of Cheiron, Id.P.9.30, cf. O.5.18; σ. δόμος the temple of Apollo, Id.N.1.72; παιάν A.Pers.393; σέλμα σ. ἡμένων, of the Olympian gods, Id.Ag.183 (lyr.); σ. ἔργα, of the gods, Id.Supp.1037 (lyr.); μυστήρια S.Fr.804, E.Hipp.25; τέρμων οὐρανοῦ ib.746; σ. βίος devoted to the gods, Id.Ion 56; σεμνὰ φθέγγεσθαι, = εὔφημα, A.Ch.109 (v.l.), cf. Ar.Nu.315,364; ἦ πού τι σ. ἔστιν ὃ ξυναμπέχεις; A.Pr.521; τὸ σεμνόν holiness, D.21.126. II of human or half-human beings, reverend, august, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Hdt.2.173, cf. A.Ch.975, E.Supp.384, al.; σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Pi.O.6.68; τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός E.Fr.688; αἱ φαυλότεραι . . παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται beside the great ladies, Ar.Ec.617, cf. Isoc.3.42; οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.Phdr.257d; ἄνθρωπος οὐ σ., i.e. a nobody, Ar.Fr.52D.; opp. χαῦνος, Pl.Sph.227b (Comp.); opp. κομψός, X.Oec.8.19; σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Isoc.9.44: c. dat., revered by . ., σ. πόλει Riv.Fil.57.379 (Crete); also, worthy of respect, honourable, 1 Ep.Ti.3.8, ΙΙ, Ep.Phil. 4.8. 2 of human things, august, stately, majestic, θᾶκοι A.Ag. 519; ἱμάτια Ar.Pl.940, cf. Ra.1061 (Comp.); ταφή X.HG3.3.1; πράγματα, ἔργα, Ar.V.1472, Isoc.12.213; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιῆσαι Is.5.45; οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα D.3.26, cf. 29; ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Pi.N.7.22; λεγόντων . . περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Hdt.7.6; of Tragedy, Pl.Grg.502b; of style, Arist.Po.1458a21, cf.Rh. 1404b8 (Comp.); of certain metres, ib.1408b32; ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι to imitate it in its noble qualities, Pl.Lg.814e; σ. τι λέγειν, πράσσειν, Id.R.382b, E.Tr.447; σεμνὰ ἄττα μεμαθηκότας Pl.Ep.342a; οὐδὲν σεμνόν nothing very wonderful, Arist.EN1146a15; so τί ἂν εἴη τὸ σ. (sc. τοῦ νοῦ); Id.Metaph.1074b18; worthy of respect, E.IA996; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to... Pl.Cra.392a, Isoc.Ep.9.5. 3 metaph., σ. βρῶμα a noble dish, Aristopho 7, cf. Archestr.Fr.20; σ. ὀσμή Mnesim.4.60, etc. III in bad sense, proud, haughty, τὰ σέμν' ἔπη S.Aj.1107; σεμνότερος καὶ φοβερώτερος And.4.18; τὸ σεμνόν haughty reserve, E.Hipp.93, cf. Med.216. 2 in contempt or irony, solemn, pompous, σ. καὶ ἅγιον Pl.Sph.249a; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; look grave and solemn, E.Alc.773; τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικόν Arist.Rh.1406b7: very freq. in Com., ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin. 355; ὡς σ. οὑπίτριπτος = how grand the rascal is! Ar.Pl.275; ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος = pretty arrogant, the bastard Id.Ra.178; λόγοι σ. Id.V.1175; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19. IV Adv. σεμνῶς A.Supp.193, E.Ion 1133, Ar.V.585, etc.; ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς, of Plato, Amphis 13; σεμνῶς κεκοσμημένος X.Cyr.6.1.6, etc.; περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Arist.Rh.1408a13: Comp. σεμνότερον X.Mem.3.5.20: Sup. σεμνότατα Plb.15.31.7.
German (Pape)
[Seite 871] (σέβομαι), ehrwürdig, verehrt, heilig; ursprünglich nur von Göttern u. ihnen angehörigen, geweihten Dingen; H. h. 12, 1. 28, 5. 30, 16; Θέτις, Pind. N. 5, 25; Χάριτες, Ol. 14, 8; σεμνὰ θεός, P. 3, 79, die Rhea. – In Athen heißen vorzugsweise σεμναὶ θεαί euphemistisch die Eumeniden, Aesch. Eum. 361. 993 Soph. El. 112 Ai. 824, vgl. O. C. 90. 459; Eur. Or. 410; Thuc. 1, 126; vgl. Br. Ar. Th. 224 Jac. A. P. p. 961; nicht Demeter u. Kora, Mein. Men. p. 346. – Ἄντρον, von der Höhle des Cheiron, Pind. P. 9, 30, wie Ol. 5, 18 die Höhle, in welcher Zeus erzogen wurde; δόμος, Tempel des Zeus, N. 1, 72; vgl. Θεάριον, N. 3, 69; θυσία, Ol. 7, 42, u. öfter; Tragg.: ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτας ἄναξ Ἀπόλλων, Aesch. Spt. 782; Ποσειδῶν, Soph. O. C. 55; Ἀθάνα, 1092; ὄργια, Tr. 762, u. öfter; Ζεύς, Eur. I. T. 749, u. öfter μυστήρια, Hipp. 25; λόγοι, von Orakeln, Her. 7, 6. – Auch von Menschen und Sachen, ehrwürdig, παιᾶν' ἐφύμνουν σεμνόν, Aesch. Pers. 385; bes. von Herrschern, σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν θρόνοις τόθ' ἥμενοι, Ch. 969; σεμνὸς προσίκτωρ, Eum. 419; σεμνῷ τυράννῳ Καδμείων, Eur. Suppl. 384; ἱμάτια, Ar. Plut. 940 Ran. 1059; σεμνόν τι περιτιθέναι τινί, schmücken, Xen. Cyr. 4, 5, 54; und adv., σεμνῶς κεκοσμημένος, prächtig, 6, 1, 6; auch σεμνῶς προεστάναι τινός, mit Würde, 8, 1, 43. – Auch tadelnd, vornehm thuend, prunkend, stolz, ὑπερήφανος, Phot.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους, Soph. Ai. 1086; vgl. Eur. Hipp. 93 Med. 210; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, Alc. 776; λόγοι, Ar. Vesp. 1174. – Plat. vrbdt σεμνὸν καὶ ἅγιον νοῦν, Soph. 249 a; ἡ σεμνὴ καὶ θαυμαστὴ ἡ τῆς τραγῳδίας ποίησις, Gorg. 502 a; οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν, Phaedr. 257 d, u. sonst, gew. in gutem Sinne; u. adv., ἑαυτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων, Phaedr. 258 a, vgl. Conv. 199 a; anständig, πορεύεσθαι, neben ἐλευθέρως, Rep. VIII, 563 c. Im Ggstz von ὁμιλητικός, Isocr. 1, 30, vgl. 2, 34; τὰ βασιλικώτατα καὶ σεμνότατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 4, 143; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν ἀγάλμασι, Is. 5, 45; vgl. Dem. ἔνιοι τὰς ἰδίας οἰκίας τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων σεμνοτέρας εἰσὶ κατεσκευασμένοι, 3, 29, prachtvoller einrichten; tadelnd sagt er σὺ δὲ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους, 18, 258; σεμνῶς ὀνομάζειν, mit pomphaften Ausdrücken, ib. 35; Folgde; τὸ σεμνὸν καὶ θαυμάσιον τῆς προαιρέσεως, Pol. 16, 33, 4; σεμνοτάτην καὶ βελτίστην διάληψιν ἔχειν περί τινος, 2, 61, 8; κάλλιστα καὶ σεμνότατα προστῆναι τῆς βασιλείας, 15, 31, 2; ὅσα σεμνὰ καὶ θεῖα νομίζουσιν ἄνθρωποι, Luc. patr. enc. 1. – Selbst von Fischen, prächtig, kostbar, Archestr. bei Ath. VII, 298 c, wie σεμνὸν τὸ βρῶμα Aristopho ib. 303 b. – Σεμνὴ νόσος, der Aussatz, auch die Pest, Schol. Ap. Rh. 1, 1019.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνός: ή, όν· (ἴδε σέβομαι)· - σεβαστός, ἔντιμος, σεπτός, ἅγιος, σεμνοπρεπής: Ι. κυρίως ἐπί θεῶν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 1, 486· τῆς Ρέας, Ὕμν. Ὁμ. 12. 1· τῆς Ἑκάτης, Πινδ. Π. 3· 140· τῆς Θέτιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 45· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Θήβ. 800· τοῦ Ποσειδῶνος, Σοφ. Ο. Κ. 55· τῆς Παλλάδος Ἀθηνᾶς, αὐτόθι 1090· - ἐν Ἀθήναις αἱ Ἐρινύες ἦσαν κυρίως αἱ σεμναὶ θεαὶ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 837, Ο. Κ. 90. 459, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Θεσμ. 224, Θουκ. 1. 126, παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 12· ἢ ἁπλῶς Σεμναί, Αἰσχύλ. Εὐμ. 383, 1041, Εὐρ. Ὀρ. 410· τὸ σ. ὄνομα, τὸ ὄνομα αὐτῶν, Σοφ. Ο. Κ. 41· σ. βάθρον, τὸ κατώφλιον τοῦ ναοῦ αὐτῶν, αὐτόθι 100· σ. τέλη, αἱ τελεταὶ αὐτῶν, αὐτόθι 1050· πρβλ. Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 346, πρβλ. Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. § 80, 87. 2) ἀκολούθως ἐπὶ θείων πραγμάτων, ὄργια σ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 478, Σοφ. Τρ. 765· θέμεθλα δίκης Σόλων 3. 14· ὑγίεια Σιωνίδ. 70· θυσία Πινδ. Ο. 7. 75· σ. ἄντρον, τὸ ἄντρον τοῦ Χείρωνος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 50, πρβλ. Ο. 5. 44· σ. δόμος, ὁ ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1 ἐν τέλ.· παιὰν Αἰσχύλ. Πέρσ. 393· σέλμα σ. ἡμένων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπίων θεῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 183· σ. ἔργα, ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1037· μυστήρια Σοφ. Ἀποσπ. 943, Εὐρ. Ἱππ. 25· οὐρανοῦ τέρμων αὐτόθι 746· σ. βίος, ἀφωσιωμένος εἰς τοὺς θεούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 56· σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα, Αἰσχύλ. Χο. 109, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 315, 364· σ. τι ξυναμπέχειν, ἐπὶ χρησμοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 521· τὸ σεμνόν, ἁγιότης, Δημ. 556. 10. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, σεβάσμιος, σεβαστός, μεγαλοπρεπής, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 975· σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Πινδ. Ο. 6. 115, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Τραγ., μάλιστα δὲ τῷ Εὐρ.· πρόσχημα σεμνὸς κοὐ ταπεινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 689· αἱ φαυλότεραι ... παρὰ τὰς σεμνὰς καθευδοῦνται, πλησίον τῶν μεγάλων κυριῶν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 617, πρβλ. Ἰσοκρ. 35C· οὕτω παρὰ Πλάτ., σ. καὶ ἅγιος νοῦς Σοφιστ. 249Α· οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Φαῖδρ. 257D· ἐπὶ τῆς τραγωδίας, Γοργ. 502Α· ἀντίθετον τῷ χαῦνος, Σοφιστ. 227Β· τῷ κομψός, Ξεν. Οἰκ. 8, 9· σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Ἰσοκρ. 197Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, σεβαστός, μέγας, ἐπίσημος, σπουδαῖος, μεγαλοπρεπὴς, εὐγενής, λαμπρός, θᾶκοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 519· ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 940, πρβλ. Βατρ. 1061· ταφὴ Ξεν. Ἑλλην. 3. 3, 1· πράγματα, ἔργα Ἀριστοφ. Σφ. 1472, Ἰσοκρ. 277C· σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν Ἰσαῖ. 55, 31· οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα Δημ. 35. 22, πρβλ. 36. 21· ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Πινδ. Ν. 7. 32· λεγόντων ... περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Ἡρόδ. 7. 6· οὕτως ἐπὶ ὕφους, Ἀριστ. Ποιητ. 22, 3, πρβλ. Ρητορ. 3. 2, 2, κ. ἀλλ.· ἐπί τινων μέτρων, αὐτόθι 3. 8, 4· ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι, μιμοῦμαί τι κατὰ τὸ εὐγενὲς αὐτοῦ μέρος, Πλάτ. Νόμ. 814Ε· σ. τι λέγειν, πράττειν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 382Β, Εὐρ. Τρῳ. 447· σεμνὰ ἄττα μεμαθηκέναι Πλάτ. Ἐπιστ. 341Ε· οὐδὲν σ., οὐδὲν ἀξιοθαύμαστον, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 7. 2, 6· οὕτω, τί ἂν εἴη τὸ σ. (δηλ. τοῦ νοῦ); ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φύσ. 11. 9, 1· - σεμνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σπουδαῖον, εὐγενές, ἀξιόλογον πρᾶγμα νά.., Πλάτ. Κρατ. 392Α, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσ. § 6. ΙΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Χο. 795, Εὐρ. Μήδ. 216, κτλ.· τὰ σέμν’ ἔπη Σοφ. Αἴ. 1107· σεμνότερος καὶ φοβερώτερος Ἀνδοκ. 31. 27. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ περιφρονήσεως ἢ εἰρωνείας, σοβαρός, πομπώδης, μέγας, ἐπίσημος, μεγαλοπρεπής, σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις Αἰσχύλ. Πρ. 521· σεμνὸν βλέπειν, φαίνομαι σοβαρὸς καὶ σπουδαῖος, Εὐρ. Ἄλκ. 773· σεμνὰ σεμνύνεται ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 996· τὸ σεμνὸν = σεμνότης, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 93· τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικὸν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4· - ἡ λέξις εἶναι συχνοτάτη παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρύς, ἐπὶ τοῦ Πλάτωνος, Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· ὡς σ. οὐπίτριπτος, πόσον μεγαλοπρεπὴς εἶναι ὁ ἄθλιος! Ἀριστοφ. Πλ. 275· ὡς σ. ὁ κατάρατος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 178· λόγοι σ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1175· σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ’ ἕλκων Ἔφιππ. ἐν «Πελταστῇ» 1· - ἐπὶ πραγμάτων, σ. βρῶμα, ἔξοχον φαγητόν, Ἀριστοφῶν ἐν «Πειρ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 295C· σ. ὀσμὴ Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 60, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -νῶς. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 193, Εὐρ. Ἴων 1133, Ἀριστοφ. Σφ. 585, κτλ.· σεμνῶς κεκοσμημένος Ξεν. Κύρ. 6. 1, 6, κτλ.· περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 1· - Συγκρ. -ότερον, Ξεν Ἀπομν. 3. 5, 20· ὑπερθετ. -ότατα, Πολύβ. 15. 31, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεμνή· τιμία, σώφρων».
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. vénérable, auguste, saint : σεμνὸς λόγος HDT parole sainte, oracle ; σεμναὶ θεαί ou simpl. σεμναί les augustes déesses, càd Déméter et Corè, ou les Euménides ; p. antiphrase τὸ σεμνὸν ὄνομα SOPH le nom auguste (des Euménides) ; τὸ σεμνὸν ἀπλάστως M.ANT le caractère noble et simple à la fois ; σεμνόν τι λέγειν PLAT dire qch d’extraordinaire ; simpl. sérieux;
II. 1 grave, majestueux, imposant : τὸ σεμνόν EUR gravité solennelle ; en mauv. part fier, hautain, orgueilleux : σεμνὰ ἔπη SOPH paroles orgueilleuses ; τὸ σεμνόν EUR grands airs, fierté;
2 magnifique, splendide en parl. de choses matérielles (vêtements, maison, etc.) : σεμνὸν περιτιθέναι τινί XÉN parer qqn avec magnificence;
Cp. σεμνότερος.
Étymologie: σέβω, -νος.
English (Slater)
σεμνός (-όν, -ούς; -ᾷ, -άν, -ᾶν; -όν nom., acc., -ῶν, -οῖς.)
a of gods and heroes, august, revered Ἡρακλέης σεμνὸν θάλος Αἰακιδᾶν (O. 6.68) σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ (O. 14.8) σεμνὰν θεὸν (P. 3.79) σεμνὰν Θέτιν (N. 5.25) σεμ]ναὶ Χάριτε[ς (supp. Snell) Πα. 3. 2. σεμνᾷ Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ (σοι v.l. ap. Strab.) Δ. 2. . σεμνᾶν Χαρίτων fr. 95. 4.
b of things, sacred, hallowed ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς (O. 5.12) Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (O. 5.18) σεμνὰν θυσίαν θέμενοι (O. 7.42) σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος (O. 9.6) “σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” (P. 9.30) ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ (N. 1.1) σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (N. 1.72) σεμνὸν Πυθίου θεάριον (N. 3.69) ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.23) ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ ἅπτομαι (N. 8.13) ἐν σεμνοῖς δαπέδοις i. e. at. Nemea (N. 10.28) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. σε]μνὸν αν[ Παρθ. 2. . σεμνῶν ἀδύτων fr. 95. 2.
Spanish
English (Strong)
from σέβομαι; venerable, i.e. honorable: grave, honest.
English (Thayer)
σεμνή, σεμνόν (σέβω), from (Homer h. Cer., others), Aeschylus, Pindar down, august, venerable, reverend; to be venerated for character, honorable: of persons (A. V. grave), Trench, § xcii.; Schmidt, chapter 173,5.)
Greek Monolingual
-ή, -ό / σεμνός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ)
νεοελλ.
1. συνεσταλμένος, ντροπαλός
2. συνετός, μετριόφρονας
μσν.
νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῦ συμβίου καὶ σεμνοῦ παιδίου», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
1. (ιδίως για θεό ή θεά) άγιος, ιερός
2. (για ημίθεο ή άνθρωπο) σεβαστός, σεβάσμιος (α. «τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός», Ευρ. β. «οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν», Πλάτ.)
3. (με δοτ. σε θέση ποιητ. αιτίου) αυτός που είναι σεβαστός από κάποιον
4. (για ανθρώπινα πράγματα) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, σπουδαίος («οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα», Δημοσθ.)
5. λαμπρός, εξαιρετικός, πολυτελής («Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῖς πρέπει», Αριστοφ.)
6. ευγενής («ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμεῖσθαι», Πλάτ.)
7. ο εξαιρετικής ποιότητας, ο έξοχος («σεμνὸν βρῶμα», Αριστοφ.)
8. (με κακή σημ.) υπερήφανος, αλαζόνας («σεμνώτερος καὶ φοβερώτερος», Ανδ.)
9. ειρων. πομπώδης, σοβαροφανής («τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν», Αριστοτ.)
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνόν α) αγιότητα («τὸ σεμνὸν καὶ τὸ δαιμόνιον», Δημοσθ.)
β) σεμνότητα
γ) το φυτό άγνος
11. φρ. α) «αἱ σεμναὶ θεαί» ή, απλώς, «Σεμναί» — οι Ερινύες, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι, επειδή ενέπνεαν δέος («ὅπου θεῶν σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν», Σοφ.)
β) «τὸ σεμνὸν ὄνομα» — το όνομα τών σεμνών θεών, δηλαδή τών Ερινύων
γ) «σεμνὸν βάθρον» — το κατώφλι του ναού τών Ερινύων
δ) «σεμνὰ τέλη» — οι τελετές που γίνονταν προς τιμή τών Ερινύων
ε) «σεμνὸν ἄντρον» — το άντρο του Χείρωνος
στ) «σεμνὸς δόμος» — ο ναός του Απόλλωνος
ζ) «σεμνὰ ἔργα» — τα έργα τών θεών η) «σεμνὸς βίος» — ζωή αφιερωμένη στους θεούς
θ) «σεμνὰ φθέγγομαι» — μιλώ επαινετικά
ι) «σεμνόν ἐστι» — είναι σπουδαίο, είναι αξιόλογο να...
επίρρ...
σεμνώς / σεμνῶς ΝΜΑ, και σεμνά Ν
κατά τρόπο σεμνό, με σεμνότητα (α. «πρέπει να φέρεσαι σεμνά» β. «σεμνῶς κεκοσμημένος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-νός < θ. σεβ- του σέβομαι + επίθημα -νος (πρβλ. ἁγ-νός, τερπ-νός). Το επίθ. με αρχική σημ. «σοβαρός, ευπρεπής, σεβαστός» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μεγαλοπρεπή, τον σπουδαίο, τον ευγενή, ενώ η σημ. του επιθ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στις έννοιες: «υπερήφανος, αλαζόνας» και ειρωνικά «πομπώδης, σοβαροφανής» (πρβλ. και τα σύνθ. σεμνόστομος, σεμνοτυφία)].
Greek Monotonic
σεμνός: -ή, -όν (σέβομαι), σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, ιεροπρεπής, άγιος, αυτός που προκαλεί δέος·
I. 1. κανονικά λέγεται για συγκεκριμένους θεούς· στην Αθήνα λέγεται ιδίως για τις Ερινύες, σεμναὶ θεαί ή Σεμναί, σε Τραγ.· σεμνὰ τέλη, οι ιερές τελετουργίες τους, στους ίδ.
2. ακολούθως, λέγεται για τα θεία πράγματα, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.· σεμνὸς βίος, η ζωή που είναι αφιερωμένη στη λατρεία των θεών, σε Ευρ.· σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα, σε Αισχύλ.· τὸ σεμνόν, αγιότητα, ιερότητα, σε Δημ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σπουδαίος, αρχοντικός, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για πράγματα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· οὐδὲν σεμνόν, τίποτε το ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο, σε Αριστ.· σεμνόν ἐστι, με απαρ., είναι κάτι το ευγενές, το εξαίρετο να..., σε Πλάτ.
III. με αρνητική σημασία, αλαζόνας, υπεροπτικός, σε Τραγ.· με περιφρόνηση ή ειρωνεία, σοβαροφανής, πομπώδης, μεγαλομανής, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σεμνὸν βλέπειν, φαίνομαι σοβαρός και σεμνοπρεπής, σε Ευρ.· ὡςσεμνὸς οὑπίτριπτος, πόσο τεράστια αθλιότητα! σε Αριστοφ.· ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος, στον ίδ.
IV. επίρρ. -νῶς, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σεμνός:
1) окруженный почитанием, свято чтимый, священный (Ἀπόλλων Aesch.; τὸ ὄνομα Soph.): σεμναὶ (θεαί) Aesch., Eur., Arph., Thuc. = Ἐρινύες;
2) посвященный богам, святой (δόμος Pind.; ἔργα Aesch.);
3) возвышенный, высокий, важный, величавый (πράγματα Arph.; λόγοι Arst.): οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. наиболее высокопоставленные граждане; ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέειν Her. важно восседать на важном седалище;
4) великолепный, торжественный, пышный (ἱμάτια Arph.; ταφή Xen.);
5) важничающий, гордый, надменный, высокомерный (ἔπη Soph.);
6) благочестивый NT - см. тж. σεμνόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνός -ή -όν [σέβω] eerbiedwaardig, indrukwekkend, spec. van goden en goddelijke zaken:. ὁ σεμνὸς Ἀπόλλων de eerbiedwaardige Apollo Aeschl. Sept. 800; σεμναὶ θεαί indrukwekkende godinnen (Erinyen) Soph. OC 41; σεμνὸς βίος een (aan goden) gewijd leven Eur. Ion 56. verheven, deftig, voornaam, van pers.:; αἱ φαυλότεραι παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται de eenvoudige vrouwen zullen naast de deftige zitten Aristoph. Eccl. 617; ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸς θωκέων verheven zetelend op een verheven troon Hdt. 2.173.2; subst. τὸ σεμνόν waardigheid, grandeur; van zaken plechtig, imponerend:. ἡ σεμνὴ καὶ θαυμαστὴ τῆς τραγῳδίας ποίησις de imponerende en wonderbaarlijke kunst van het tragediedichten Plat. Grg. 502b; σεμνὴ λέξις verheven dictie Aristot. Poët. 1458a21; οὐθὲν σεμνόν niets bijzonders Aristot. EN 1146a15. pejor. hooghartig, verwaand, aanmatigend:; σέμν ’ ἔπη aanmatigende woorden Soph. Ai. 1107; ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος wat een verwaande klootzak Aristoph. Pl. 275; subst. τὸ σεμνόν hooghartigheid; Eur. Med. 216; ret..; τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν het al te hoogdravende en tragische Aristot. Rh. 1406b7; adv.. σεμνῶς λέγειν hoogdravende taal gebruiken Aristot. Rh. 1408a13.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: venerable, honoured, holy, noble, also haughty, proud (h. Cer.).
Compounds: Many compp., e.g. σεμνό-μαντις m. venerable seer (S.; Risch IF 59, 273), ἄ-σεμνος unworthy, ignoble (Arist. etc.; Frisk Adj. priv. 15).
Derivatives: 1. σεμν-ότης f. dignity, noble being, proud (Att.), 2. -εῖον n. holy building (Ph.; after ἀρχεῖον a.o.); 3. -ύνομαι, -ύνω, also w. ἀπο-, ἐπι-, ὑπερ- a. o. to allege ones dignity, to exalt oneself, to be proud resp. to make venerable, to exalt, to praise (Hdt., Att.; after θρασύνομαι, -ύνω, αἰσχύνομαι a.o.; cf. Fraenkel Denom. 37); to this, prob. as backformations (cf. Strömberg Prefix Studies 98), ὑπέρ-, ἐπί-σεμνος (late); 4. -όω = -ύνω (Hdt.) with -ωμα n. dignity, majesty (Epicur.).
Origin: IE [Indo-European] [1086] *ti̯egʷ- with shame, respect withdraw for
Etymology: Formation as ἁγνός a. o.; old verbal adj. (from *σεβ-νός) to σέβομαι (s. v.) with possible connection to the σ-stem in σέβας (cf. Benveniste Origines 33). -- On σεμνός a. cogn. in Plato de Vries Mnem. 3: 12, 151 ff.
Middle Liddell
σεμνός, ή, όν σέβομαι
revered, august, holy, awful:
I. properly of certain gods; at Athens especially of the Furies, σεμναὶ θεαί or Σεμναί, Trag.; ς. τέλη their rites, Trag.
2. then of things divine, Hhymn., Trag.; ς. βίος a life devoted to the gods, Eur.; σεμνὰ φθέγγεσθαι = εὔφημα, Aesch.; τὸ ς. holiness, Dem.
II. of human beings, reverend, august, solemn, stately, majestic, Hdt., attic
2. of things, Aesch., etc.; οὐδὲν ς. nothing very wonderful, Arist.; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to . ., Plat.
III. in bad sense, proud, haughty, Trag.: —in contempt or irony, solemn, pompous, grand, Aesch., etc.; σεμνὸν βλέπειν to look grave and solemn, Eur.; ὡς ς. οὑπίτριπτος how grand the rascal is! Ar.; ὡς ς. ὁ κατάρατος Ar.
IV. adv. -νῶς, Eur., etc.: comp. -ότερον, Xen.
Frisk Etymology German
σεμνός: {semnós}
Meaning: ehrwürdig, verehrt, heilig, vornehm, auch hochmütig, stolz (seit h. Cer.).
Composita: Viele Kompp., z.B. σεμνόμαντις m. ehrwürdiger Seher (S.; Risch IF 59, 273), ἄσεμνος unwürdig, unedel (Arist. usw.; Frisk Adj. priv. 15).
Derivative: Davon 1. σεμνότης f. Würde, vornehmes Wesen, Stolz (att.), 2. -εῖον n. heiliges Gebäude (Ph.; nach ἀρχεῖον u.a.); 3. -ύνομαι, -ύνω, auch m. ἀπο-, ἐπι-, ὑπερ- u. a. seine Würde behaupten, sich erheben, stolz sein bzw. ehrwürdig machen, erheben, rühmen (Hdt., att.; nach θρασύνομαι, -ύνω, αἰσχύνομαι u.a.; vgl. Fraenkel Denom. 37); dazu, wohl als Rückbildungen (vgl. Strömberg Prefix Studies 98), ὑπέρ-, ἐπίσεμνος (sp.); 4. -όω = -ύνω (Hdt.) mit -ωμα n. Würde, Majestät (Epikur.).
Etymology: Bildung wie ἁγνός u. a.; altes Verbaladj. (aus *σεβνός) zu σέβομαι (s. d.) mit eventueller Beziehung zum σ-Stamm in σέβας (vgl. Benveniste Origines 33). — Zu σεμνός u. Verw. bei Platon de Vries Mnem. 3: 12, 151 ff.
Page 2,692-693
Chinese
原文音譯:semnÒj 森挪士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:莊重的
字義溯源:端莊的,當受尊敬的,高貴的,聖的,可敬的;源自(σέβω)*=敬拜)。參讀 (ἅγιος)同義字
出現次數:總共(4);腓(1);提前(2);多(1)
譯字彙編:
1) 要端莊(2) 提前3:8; 提前3:11;
2) 端莊(1) 多2:2;
3) 可敬的(1) 腓4:8
English (Woodhouse)
boastful, ceremonious, dignified, fine, formal, grave, haughty, holy, impressive, magnificent, majestic, pompous, proud, sedate, solemn, splendid, stately, weighty, high sounding, inspiring awe, of appearance, of manner, puffed up, stagey